Κινητικότητα υψηλής τάσης επικρατεί στην εγχώρια αγορά των ΑΠΕ, όπου παραδοσιακοί παίκτες του χώρου επιταχύνουν τον επενδυτικό τους βηματισμό, τράπεζες ξαναζωντανεύουν τις γραμμές της «πράσινης» χρηματοδότησης και φρέσκο χρήμα από το εξωτερικό βρίσκεται καθ? οδόν.
Νέα deals, ξένα funds αλλά και πολλοί μικροί «χτυπούν» την πόρτα της ελληνικής αγοράς που λειτουργεί ως μαγνήτης για παλιούς και νέους επενδυτές, δημιουργώντας ένα επενδυτικό κύμα που όμοιό του δεν έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια.
Κάθε κρίκος της αλυσίδας βρίσκεται σε εγρήγορση, τα αντανακλαστικά όλων έχουν πάρει «φωτιά» και δεν υπάρχει ισχυρός παίκτης της αγοράς στην παρούσα συγκυρία που να μην έχει ρίξει όλες τις δυνάμεις του στο χτίσιμο ή τις εξαγορές χαρτοφυλακίων με αιολικά-φωτοβολταϊκά πάρκα και στην ανάπτυξη τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας.
Τον τόνο δίνουν το πρόσφατο deal της ΔΕΗ Ανανεώσιμες με την RWE για από κοινού ανάπτυξη φωτοβολταικών ισχύος 2 GW, η αίτησή της για αδειοδότηση οκτώ σταθμών κεντρικής αποθήκευσης 950 MW και οι κινήσεις στην ηλεκτροκίνηση, projects, τμήμα των οποίων θα χρηματοδοτηθεί με μέρος από τα 650 εκατ ευρώ που «σήκωσε» πρόσφατα μέσω του ομολόγου από τις αγορές.
Στο μέτωπο της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 1.373 MW και στόχο να την αυξήσει στα 2.800 GW ως το 2025, το τελευταίο big deal είναι η στρατηγική της συνεργασία με την Ocean Winds προκειμένου να είναι οι πρώτοι που θα ανοίξουν την -κλειστή ακόμη- αγορά των θαλάσσιων αιολικών πάρκων, με πρόθεση για projects, ισχύος άνω του 1,5 GW.
Στα τέλη Φεβρουαρίου η Mytilineos εξαγόρασε το χαρτοφυλάκιο της Egnatia Group με 20 υπό ανάπτυξη φωτοβολταϊκά πάρκα συνολικής ισχύος 1,48 MW και άλλων 21 συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας με χρήση συσσωρευτών.
Όσο για την Ελλάκτωρ, η επενδυτική της πρόταση, από κοινού με την EDP Renewables S.A, ύψους 489 εκατ. ευρώ, για συγκρότημα αιολικών πάρκων στην Εύβοια, ισχύος 470,4MW, πήρε πρόσφατα το πράσινο φως από την Διυπουργική Επιτροπή Στρατηγικών Επενδύσεων.
Κινήσεις προβεβλημένες, όπως οι παραπάνω, αλλά και παλαιότερες, όπως η εξαγορά από την Motor Oil χαρτοφυλακίου φωτοβολταϊκών 47 MW από την Mytilineos, (46 εκατ ευρώ) και η επίσης εξαγορά από τα ΕΛΠΕ φωτοβολταϊκού στην Κοζάνη 204 MW, ενός από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη, από την γερμανική Juwi, δείχνουν ότι όλοι οι μεγάλοι κινούνται σε πράσινο τέμπο.
Και είμαστε ακόμη στην αρχή. Στο παιχνίδι δεν έχει ακόμη μπει το νέο θεσμικό πλαίσιο για την αποθήκευση ενέργειας, το οποίο σύμφωνα με τον υπ. Ενέργειας Κ. Σκρέκα θα είναι έτοιμο έως τον Ιούνιο (μαζί με εκείνο για τα offshore πάρκα), κυρίως όμως τώρα ξεκινάει ο εκσυγχρονισμός των απηρχαιωμένων δικτύων ηλεκτρισμού, δίχως τον οποίο το ελληνικό green deal δεν θα έχει καμία τύχη. Έχοντας θέσει η ελληνική κυβέρνηση ως στόχο «πράσινες» επενδύσεις 9 δισ ευρώ έως το 2030, καθίσταται προφανές ότι χωρίς γενναία αναβάθμιση του δικτύου, που θα είναι σε θέση να «σηκώσει» τόσο μεγάλες ποσότητες επιπλέον ενέργειας, η επανάσταση των ΑΠΕ θα μείνει στα χαρτιά.
Τρεις φορές η συνολική κατανάλωση
Σήμερα, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι ήδη ξεπερνά τα 10,5 GW, ενώ μόνο στον κύκλο Δεκεμβρίου, οι αιτήσεις για ανάπτυξη κυρίως φωτοβολταϊκών και δευτερευόντως αιολικών και μικρών υδροηλεκτρικών που έχουν κατατεθεί από ελληνικές και ξένες εταιρείες και funds, υπερέβησαν τα... 45 GW. Αν σε αυτές προστεθούν και εκείνες του Φεβρουαρίου, τότε μιλάμε για πάνω από 53 GW. Ένα μέγεθος δυσθεώρητο, που ισοδυναμεί με τρεις περίπου φορές τη συνολική εγχώρια κατανάλωση και θεωρείται εκ των πραγμάτων απίθανο να υλοποιηθεί στο σύνολό του, πολύ δε περισσότερο αν δεν αναπτυχθούν τεράστια συστήματα αποθήκευσης.
Είναι δεδομένο ότι εκατοντάδες από τα παραπάνω μεγαβάτ θα μείνουν στα χαρτιά, πολλώ δε μάλλον όταν αρκετές από τις παραπάνω αιτήσεις δεν έχουν πραγματικό αντίκρυσμα. Αρκετές αφορούν επικαλύψεις γης, δηλαδή αφορούν την ίδια έκταση, ενώ άγνωστη παραμένει και η οικονομική επιφάνεια των επενδυτών, καθώς ακόμη και σήμερα δεν απαιτείται απόδειξη που να πιστοποιεί ότι ο αιτών είναι και σε θέση να υλοποιήσει το έργο.
Αν πάντως τα επόμενα χρόνια πραγματοποιηθεί ένα ικανό μέρος από τα projects που ήδη ήδη τρέχουν και προστεθούν στο σύστημα, τότε η χώρα θα μπορούσε να αποκτήσει ενεργειακή αυτονομία. Μπορεί βέβαια οι συγκεκριμένες επενδύσεις να μην έχουν μεγάλο πολλαπλασιαστή σε θέσεις εργασίας, ωστόσο προσεγγίζουν επενδυτές οι οποίοι θα ενδιαφερθούν και για άλλου είδους τοποθετήσεις, πέραν των ΑΠΕ. Έξαρση επομένως «πράσινων» επενδύσεων θα πυροδοτήσει ένα ευρύτερο επενδυτικό ντόμινο που τόσο πολύ ανάγκη έχει η ελληνική οικονομία.
Στην εποχή των μεγάλων έργων
Τα πάντα ωστόσο δείχνουν ότι έχουμε μπει για τα καλά στην εποχή των μεγάλων projects. Στην εποχή όπου θα ακούμε όλο και συχνότερα να γίνεται συζήτηση για «200άρια», δηλαδή για επενδύσεις σε αιολικά ή φωτοβολταϊκά πάρκα ισχύος 200 MW και άνω.
Τέτοια projects υπάρχουν πλέον στην ελληνική αγορά, μπορούν λόγω του μεγέθους να την αναβαθμίσουν σε άλλο επίπεδο, κάποια αναζητούν τον δρόμο για υλοποίηση, ενώ άλλα ελπίζουν στην αδειοδοτική διευκόλυνση που θα τα φέρει πιο κοντά στην κατασκευή τους.
Τέτοια, για παράδειγμα, είναι η περίπτωση του φωτοβολταϊκού που δρομολογεί η ΔΕΗ Ανανεώσιμες, συνολικής ισχύος 230 MWp, στην περιοχή των πεδίων του λιγνιτικού κέντρου Δυτικής Μακεδονίας στην Πτολεμαΐδα. Είναι τμήμα των πολλών φωτοβολταϊκών που σχεδιάζει να αναπτύξει σε έκταση 40.000-50.000 στρεμμάτων των πρώην λιγνιτικών πεδίων, φτάνοντας συνολικά τα 2 GW στη Δ. Μακεδονία και το 1,5 GW στη Μεγαλόπολη.
Στην ίδια κατηγορία μεγάλων έργων ανήκει η περυσινή εξαγορά από την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή της εταιρείας αιολικών πάρκων R.F. Energy Ομαλιές Α.Ε. με συγκρότημα 11 αιολικών πάρκων, συνολικής ισχύος 213 MW στην περιοχή της ΝΑ Εύβοιας, αλλά και παλαιότερες κινήσεις. Τέτοια επίσης είναι η συναλλαγή στην οποία προχώρησε πέρυσι η Quantum Energy Partners με την ελληνική ΕΝΤΕΚΑ, για την ανάπτυξη αιολικών πάρκων ισχύος άνω των 300 MW στο Βέρμιο.
Δέλεαρ οι αποδόσεις
Στο ερώτημα τι βλέπουν Έλληνες και ξένοι στην εγχώρια αγορά, η προφανής απάντηση βρίσκεται στις ελκυστικές αποδόσεις. Σε άλλες χώρες, όπως Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, το IRR, δηλαδή η μέση απόδοση ενός φωτοβολταϊκού πάρκου για τον επενδυτή είναι μονοψήφια, δηλαδή μεταξύ 6%-9%. Στην Ελλάδα, η μέση απόδοση στην 20ετία, κινείται ακόμη μεταξύ 10%-15%, ανάλογα με την συμμετοχή σε ίδια κεφάλαια και την λήψη δανείου. Ακόμη και μετά τις προ μηνών παρεμβάσεις του ΥΠΕΝ, η χώρα προσφέρει σε πολλές κατηγορίες έργων, αποδόσεις πολύ υψηλότερες απ' ότι στο εξωτερικό.
Στην ελκυστική απόδοση έρχονται φυσικά και «κουμπώνουν» οι ευκαιρίες που δημιουργεί η απολιγνιτοποίηση, τα εμβληματικά έργα διασύνδεσης, όπως της Αττικής με την Κρήτη, ικανής να μεταφέρει στο ηπειρωτικό σύστημα πολλές εκατοντάδες νέες «πράσινες» μεγαβατώρες, και τα γενικότερα περιθώρια ανάπτυξης της ελληνικής αγοράς, της οποίας το αιολικό και ηλιακό δυναμικό είναι από τα καλύτερα διεθνώς.
Σε αυτή τη νέα φάση όπου έχει μπει η αγορά των ΑΠΕ καταγράφεται κινητικότητα σε όλα τα επίπεδα. Κοντά, για παράδειγμα, στους «παλιούς» της ελληνικής αγοράς, έχουμε αφίξεις κατασκευαστών κυρίως από Γερμανία, όπως οι ισχυρές Solar Concept, BayWa και ABO Wind.
Κοντά στις μεγάλες εξαγορές έργων ΑΠΕ, έχουμε και άλλες λιγότερο προβεβλημένες, από κλάδους που δεν έχουν άμεση σχέση με το αντικείμενο, όπως από την πληροφορική, τον χώρο των ασφαλειών, των πετρελαιοειδών και της κλωστοϋφαντουργίας.
Για παράδειγμα, το 2011 η Επίλεκτος έκανε «στροφή» από τα εκκοκκιστήρια, τα κλωστήρια και την υφαντουργία προς τις επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα. Στην περίπτωση της Καράτζης με αντικείμενο τον αγροτικό εξοπλισμό, η εταιρεία έχει μεταξύ άλλων άδειες φωτοβολταϊκών σταθμών ισχύος 150 MW, ύψους 83 εκατ. ευρώ, όσο για την Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου, έχει προχωρήσει σε ολική αντικατάσταση των πλαισίων στα φωτοβολταϊκά της πάρκα, ακριβώς για να πετύχει υψηλότερες αποδόσεις.