Σε καμία στιγμή δεν είχε 50+1 στο εκλογικό σώμα η κυβερνητική πλειοψηφία. Άρα, εφόσον η «συνεργασία» των αντιπολιτεύσεων πραγματοποιείτο θα έχανε κάποιες μάχες. Αποδείχθηκε, κυρίως, στην περίπτωση της Αθήνας. Προφανώς η συγκεκριμένη ήττα δεν θα είναι καθοριστική για τη χώρα όπως ήταν, η αντιστρόφως κερδισμένη και ιστορικά καθοριστική ομώνυμη Μάχη, πριν πολλές δεκαετίες. Αν όμως ο κ. Δούκας δεν αλλάξει στάση και σχέδια, όταν με το καλό καθίσει στην καρέκλα του Δημάρχου, τότε όσοι δεν πήγαν να στηρίξουν στο β’ γύρο τον κ. Μπακογιάννη, θα το μετανιώσουν. Θα είναι αργά και έχουμε πέντε χρόνια μπροστά μας.
Η πρώτη παρατήρηση είναι ότι δεν κερδίζεις τις μάχες που δεν δίνεις. Για όσους παρακολουθούν προσεκτικά τις πολιτικές κινήσεις δύο συμπεράσματα επιβάλλονται στην περίπτωση Μπακογιάννη. Ένα είναι ότι ο κομματικός μηχανισμός δεν έδειξε ιδιαίτερο ζήλο, όπως έπραξε στην περίπτωση του εκλεγέντος Χαρδαλιά. Αντιστρόφως όμως, με επιτυχία συνασπίστηκαν όλοι (με την επιφύλαξη των ΚΚουέδων) για αυστηρά κομματικούς και αντικυβερνητικούς λόγους λες και είχαν απέναντί τους τον Μητσοτάκη. Απόδειξη; Ο Μπακογιάννης πήρε τη β’ Κυριακή μόνον τις 8 ψήφους από τις 10 της πρώτης. Σκεφτείτε ότι στο β’ γύρο των δημοτικών εκλογών ο υποστηριζόμενος από τη ΝΔ Μπακογιάννης πήρε 50 χιλιάδες ψήφους όταν στη βουλευτική κάλπη, πριν μόλις τέσσερις μήνες, η ΝΔ είχε πάρει 95 χιλιάδες!
Ο κ.Δούκας από τη μεριά του, πήρε τρεισήμιση φορές περισσότερους ψήφους στο β’ γύρο. Συγκεκριμένα το άθροισμα των ψήφων Ζαχαριάδη (Σύριζα), Κασιδιάρη και Παπαδάκη (Ανταρσύα) κουμπώνει ακριβώς με το αποτέλεσμα που έδωσε τη νίκη στον Δούκα. Να σημειωθεί, τέλος, ότι η συγκεκριμένη νίκη της ατσούμπαλα «ενωμένης» αντιπολίτευσης προκύπτει με τη συμμετοχή του 27% δηλαδή με αποχή 73%!
Δεύτερη παρατήρηση για την περίπτωση της Θεσσαλίας. Παραδόξως, ο Πρωθυπουργός δεν έκανε αυτό που κάνει (κάποτε βιαστικά μάλιστα…) σε όλες τις άλλες περιπτώσεις μετά το 2019. Δεν ζήτησε από τον κ. Αγοραστό να κάνει στην άκρη. Υπήρχε σοβαρότατο υπόβαθρο (καταστροφή Θεσσαλίας) και επαρκής αφορμή (δικαστική έρευνα) για να βρεθεί κάποιος άλλος. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ένα τόσο μεγάλο κόμμα δεν έχει πάγκο σε μια από τις μεγαλύτερες περιφέρειες.
Ο πρώην περιφερειάρχης «έχασε» πάνω από 50 χιλιάδες ψηφοφόρους μεταξύ α’ και β’ Κυριακής, ενώ ο κ. Κουρέτας προσέθεσε «μόλις» 25 χιλιάδες σε ένα εκλογικό σώμα 682 χιλιάδων πολιτών. Συμπέρασμα, πρόκειται και πάλι για αποτέλεσμα απόλυτης κομματικής αντιπαράθεσης αλλά και κοντής μνήμης των «προοδευτικών» πολιτών, οι οποίοι «ξέχασαν» την άποψη του και καθηγητή Βιοχημείας-Βιοτεχνολογίας κ. Κουρέτα ότι «τα εμβόλια προκάλεσαν αστοχία στο ανοσοποιητικό σύστημα διαιωνίζοντας την πανδημία». Τόσο καλά.
Τρίτη παρατήρηση, διπλής όψεως. Η ήττα του στρατηγού Αλκιβιάδη Στεφανή, που μου προκαλεί και προσωπική λύπη, είναι ένα κακό αποτέλεσμα για την χώρα ολόκληρη, ειδικά επειδή τα πράγματα που έρχονται, σε μεταναστευτικό και ελληνοτουρκικά, είναι επικίνδυνα. Η κυβερνητική παράταξη δεν έπρεπε να χάσει και οι αντιπολιτευόμενες όφειλαν να αφήσουν στην άκρη τους εγωισμούς των κομματικών γραμμών.
Η άλλη όψη φαίνεται στην Πελοπόννησο. Το δικαιολογημένο διαζύγιο (που συνοδεύτηκε από ζωηρή σύγκρουση) με τον κ. Τατούλη οδηγήθηκε σε μια ψύχραιμη και καλά οργανωμένη νίκη του κ. Πτωχού που βελτίωσε κατά δέκα μονάδες το αποτέλεσμα της α’ Κυριακής αρκετά για να κερδίσει τον αντίπαλό του που και αυτός βελτίωσε κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες τη δική του επίδοση.
Τελικό συμπέρασμα: η κυβερνητική παράταξη έχασε σημαντικές μάχες στο β’ γύρο αλλά παραμένει πολιτικά και πολιτειακά ισχυρότατη. Το αποδεικνύουν ακόμη και οι δύο περιφέρειες (Αμανατίδης στη δυτική Μακεδονία και Τρεπεκλής στα Ιόνια Νησιά) που βρίσκονται πολιτικά δίπλα στον πρωθυπουργό. Αποδεικνύεται και από την επιβεβαίωση της διαρκούς διολίσθησης του κ. Κασσελάκη, που παραμένει ο μεγάλος απών, σε νοηματικά σχήματα κοινωνικώς υπερβατικά και πολιτικώς υπερατλαντικά, που δεν αγγίζουν τους πολλούς.
Αλλού όμως είναι το κρίσιμο πολιτικό ζήτημα: ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει να ξανασκεφτεί τις σχέσεις τού επιτελικού κράτους στο Μαξίμου με την επιτελική διοίκηση που χρειάζεται η Ελλάδα για να ανταπεξέλθει στις μεγάλες προκλήσεις που έχει μπροστά της και όχι μόνον στα σοβαρά ατυχήματα που πάντοτε θα συμβούν. Σε τελευταία ανάλυση το χάρισμα της Δημοκρατίας είναι η εξισορρόπηση του πολιτικού συστήματος και ο αυστηρός έλεγχος της εξουσίας.