Το πιο άτοπο (και λανθασμένο, προφανώς) επιχείρημα, που ακούγεται συστηματικά, είναι ότι ο (εκάστοτε) προϋπολογισμός «αυξάνει τους φόρους». Κάποιοι το έχουν κάνει, σε περιόδους δημοσιονομικής κρίσης, οι περισσότεροι όμως κρατούν αναλογικά σταθερούς τους φόρους.
Το σχετικό «επιχείρημα» που στηρίζεται στην τιμαριθμική αύξηση των κρατικών εσόδων, χρησιμοποιεί τις τελευταίες μέρες το ΠΑΣΟΚ και διάφοροι αξιωματικοί του διαλυμένου ΣΥΡΙΖΑ. Λένε στους πολίτες: «Θα πληρώσετε με την κυβέρνηση αυτή, περισσότερους φόρους».
Ολίγη ιστορία.
Βήμα Πρώτο. Το 2000 το σύνολο των κρατικών εσόδων (δηλαδή οι φόροι) ήταν 58,5 δισ. ευρώ. Το 2010 τα ίδια κονδύλια είχαν φτάσει τα 89,7 δισ. ευρώ. Διαφορά: 31 δισ. περισσότερα. Μπορούμε να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι αυξήθηκαν οι φόροι κατά 53%; Όχι βέβαια. Γιατί, στην ίδια περίοδο το εθνικό προϊόν, αυτό που λέμε η «πίτα», πήγε από τα 136 στα 227 δισ. ευρώ, αυξήθηκε δηλαδή κατά 67%.
Επειδή λοιπόν «2+2=4» και όχι όσα θέλει κάθε κομματικό επικοινωνιακό επιτελείο, τα μερίδιο που πήρε, σε εκείνη τη δεκαετία, το κράτος όχι μόνον δεν μεγάλωσε αλλά μίκρυνε. Παρόλο που το 2010 είχαν ήδη ληφθεί βαριά μέτρα αύξησης των κρατικών εσόδων καθώς είχαμε ήδη μπει στη μεγάλη δημοσιονομική κρίση, το μερίδιο των κρατικών εσόδων προς το ΑΕΠ μειώθηκε από το 43% στο 39,5%.
Βήμα Δεύτερο. Το 2019, τα έσοδα-φόροι άθροισαν 89,8 δισ. ευρώ. Δηλαδή επί μια δεκαετία, μετά από τρία μνημόνια οι φόροι-κρατήσεις έμειναν πρακτικά στο ίδιο επίπεδο! Κάτι δεν πάει καλά, θα σκεφτούν οι προχειρολόγοι που φωνάζουν τώρα για τη βαριά φορολόγηση. Κάτι δεν πάει καλά στα μυαλά τους και, προφανώς, στη λειψή κατανόηση της απλής αριθμητικής των δημόσιων οικονομικών.
Βήμα Τρίτο. Το 2020, που το άφησα επίτηδες έξω στο προηγούμενο βήμα, οι φόροι έπεσαν στα 83 δισ. Προφανώς, η σημαντική «απώλεια» των περίπου 7 δισ. δεν οφείλεται τόσο στη μείωση των φόρων στην οποία, αμέσως μόλις εξελέγη, προχώρησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσο όμως και στην εξάπλωση της επιδημίας του κορονοϊού, που οδήγησε στο κλείσιμο της χώρας από το Μάρτιο μέχρι τον Ιούλιο και ξανά μετά το Νοέμβριο. Πράγματι, το 2020 η αξία του ΑΕΠ, η «πίτα» που λέγαμε, έπεσε στα 165 δισ. ευρώ μειώθηκε δηλαδή κατά 18 δισ. ευρώ μέσα σε ένα χρόνο.
Την επόμενη χρονιά 2021, με το άλμα που προκλήθηκε από τον έλεγχο της πανδημίας και το άνοιγμα των οικονομιών οι φόροι πήγαν στα 92 δισ. ευρώ. Χωρίς να αλλάξει τίποτε στη φορολογία, αυξήθηκαν οι φόροι κατά 9 δισ. ευρώ. Περιέργως, ούτε εγώ ούτε κανείς από εσάς θυμάται κάποιον από τις αντιπολιτεύσεις (πράσινες και ροζ) να φωνάζουν κάτι για έκρηξη φόρων.
Προσέξτε τώρα την ουσία: ως αναλογία στην «πίτα», τα κρατικά έσοδα στην τριετία 2019-2020-2021 αναλογούσαν στο 49%-50,4%-50,7% του ΑΕΠ. Εκεί δηλαδή, λίγο-πάνω λίγο-κάτω, που βρίσκονται συνήθως.
Κι ερχόμαστε στα σημερινά. Δηλαδή γιατί δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι η κυβέρνηση βάζει περισσότερους φόρους.
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι το κράτος ενώ επιβάλει τους ίδιους φόρους, εισπράττει όμως περισσότερα ευρώ σε φόρους. Ειδικά για το 2025, έτος για το οποίο συζητείται αυτές τις ημέρες ο προϋπολογισμός, ενώ θα υπάρξουν μειώσεις σε κάποιους φόρους, το κράτος θα εισπράξει περισσότερα ευρώ από τους φόρους.
Ο λόγος είναι τόσο απλός όσο όλοι, πλην των αντιπολιτεύσεων, έχετε καταλάβει: το ονομαστικό εισόδημα όσων πληρώνουν φόρους μεγαλώνει, λόγω του διδύμου αύξησης των τιμών και των εισοδημάτων, ενώ και οι μηχανισμοί είσπραξης γίνονται πιο αποτελεσματικοί. Αυτό ακριβώς που συμβαίνει τα τελευταία τρία χρόνια στην ελληνική οικονομία. Τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.