Έχει πολύ δίκιο ο πρωθυπουργός που θέλει να βάλει «το άλογο μπροστά από το κάρο» στο πράγματι δύσκολο θέμα της υιοθεσίας από ζευγάρια ιδίου φύλου. Η συζήτηση, που επιτρέπει την κατανόηση του θέματος πρέπει πάντα να προηγείται των αποφάσεων επ΄ αυτού.
Ιδιαίτερα όσων αποφάσεων είναι πιθανόν να προκαλέσουν διχασμό μεταξύ των πολιτών. Όταν μάλιστα, σ’ αυτόν τον τόπο, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε, χωριζόμαστε βιαστικά σε «στρατόπεδα» χωρίς ωστόσο να είμαστε καθόλου σίγουροι ποια ακριβώς μάχη και για ποιο «ιδανικό» ή έστω για ποιο «συμφέρον» συγκρουόμαστε.
Υπάρχει πράγματι ζήτημα διαλόγου στο πολιτικό μας σύστημα. Έχουμε δει κυβερνήτες που δεν πολυγουστάρουν τις συζητήσεις, όπως ο αποπροσανατόλιστος κυρ-Στέφανος, που δεν μπορεί να ξεχωρίσει ένα άλογο από ένα κάρο.
Στις οργανωμένες κοινωνικές σχέσεις τα τελευταία πενήντα μεταδικτατορικά χρόνια, όπως για παράδειγμα τα εργασιακά, η ψευδεπίγραφη «διεκδίκηση», πρακτικά η σύγκρουση, θεωρείται απαραίτητη προτού ακόμη κατανοήσει η μια πλευρά τι επιδιώκει η ετέρα.
Το ίδιο, δυστυχώς, συμβαίνει και στις οικογενειακές ακόμη και στις φιλικές συζητήσεις για κάποιο θέμα. Ακόμη κι όταν δεν είναι επίκαιρο, δεν υπάρχει δηλαδή καμία επείγουσα ανάγκη να διαλέξουμε.
Με αποτέλεσμα, να καταλήγουμε στην επιβολή. Στα πολιτικά ζητήματα και τελικά στη διακυβέρνηση της χώρας θα περάσει της πλειοψηφίας. Αν και πολύ πιο συχνά από όσο το φαντάζεστε, τα άτομα που συγκροτούν την πλειοψηφία, για παράδειγμα στο Κοινοβούλιο, συχνά δεν έχουν προλάβει ούτε οι ίδιοι να κατανοήσουν το θέμα και ακόμη πιο συχνά δεν έχουν βρει τον χρόνο να το συζητήσουν. Τουλάχιστον ανοικτά και συγκροτημένα. Όπως δηλαδή πρέπει να γίνεται στον κομματικό τους σχηματισμό ή, έστω, στην κοινοβουλευτική τους ομάδα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαβάζει προσεκτικά τις μετρήσεις και τις αναλύσεις για τις διαθέσεις και τις απόψεις που διαπερνούν το κοινωνικό σώμα. Αν δεν έδινε καμία σημασία σε αυτές, θα είχε ήδη ζέψει το άλογο στη σωστή θέση και θα είχε οδηγήσει το κάρο στον μόνο δρόμο που έχουμε μπροστά μας όταν πρόκειται για οικουμενικά δικαιώματα των συνανθρώπων.
Είναι προφανές ότι η Νέα Δημοκρατία, που κυριαρχεί στον πολιτικό χώρο πάρα πολλά χρόνια, πριν ακόμη πάρει την πλειοψηφία στις κάλπες, έχει την κύρια ευθύνη να ανοίξει την απαραίτητη κάθε φορά συζήτηση μέσα στην κοινωνία.
Δυστυχώς, στα ζητήματα όπως αυτό του κανονικού και ισότιμου προς κάθε άλλον γάμο μεταξύ όσων θέλουν να παντρευτούν με τον δικό τους τρόπο, έμενε πάντοτε πίσω από την εξέλιξη των κοινωνιών. Παράδοξο για μια παράταξη που επεδίωκε την κατά δύναμη ταχύτερη συμπόρευση της Ελλάδας με τις δυτικές αξίες για μια ανοικτή και συμπεριληπτική κοινωνία.
Δείτε τα της καθιέρωσης του πολιτικού γάμου. Στην ευρωπαϊκή Δύση ο γάμος ήταν πολιτικός ήδη από το Μεσαίωνα. Εδώ ο Καλβίνος (1509-1564) ύψιστος ουμανιστής θεολόγος, είχε φτάσει στο σημείο να μη θεωρεί παντρεμένο το ζεύγος αν δεν είχαν περάσει από το γραφείο του Δήμου, προτού πάνε στην Εκκλησία!
Στην πατρίδα μας ο πολιτικός γάμος καθιερώθηκε μόλις το 1982, σχεδόν 1.000 χρόνια μετά την καθιέρωση του θρησκευτικο από τον βυζαντινό μονάρχη Λέοντα τον Σοφό. Ευτυχώς δεν πήρε πολύ χρόνο στον Ανδρέα Παπαδρέου να δέσει το άλογο στη σωστή θέση, ίσως για να γλιτώσει και από τις ενδοοικογενειακές τριβές. Δυστυχώς, ο μεγάλος ρεφορμιστής που ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δεν το είχε «τολμήσει». Κι όμως κανείς δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα, όλοι συνέχισαν να πηγαίνουν στην Εκκλησία και «χρειάστηκε» να μας καταπλακώσει ψυχικά και οικονομικά η μεγάλη κρίση για να τελέσουμε ίσο αριθμό θρησκευτικών και πολιτικών γάμων, «εξίσωση» που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Αντιθέτως, η καθυστέρηση που επίσης σημειώθηκε με το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση, ήταν συγκριτικά πολύ μικρότερη. Μπορεί η Σουηδία να το ενέκρινε από το 1938, αλλά στις Γαλλία και Ιταλία έφτασαν στο 1975 και 1978. Όταν δηλαδή και στην Ελλάδα με το νόμο του 1978 «βρισκόταν ο τρόπος» η άμβλωση να γίνεται σε συνθήκες προστασίας της υγείας των γυναικών, προτού τελειώσει το ζήτημα το 1986.
Δε θυμάμαι να έγινε σπουδαία κι ή πολύ «οργανωμένη» συζήτηση για τα παραπάνω. Όταν το αίτημα ωρίμασε στο μυαλό και την ψυχή μεγάλης μερίδας συμπολιτών και, επιπροσθέτως, εκρίθη ότι ήταν καλύτερο για τη χώρα να συμβαδίζει με τις άλλες εξελιγμένες δημοκρατίες, η πολιτική ηγεσία πήρε τις αποφάσεις της και έσυρε το «κοινωνικό κάρο».
Σε κάθε περίπτωση το θέμα της ισότιμης γαμήλιας σχέσης είναι σαφές ότι δε δημιουργεί πρόβλημα παρά μόνον μεταξύ των ιεραρχών και του χριστεπώνυμου ποιμνίου της Εκκλησίας μας. Πονηρά ο Αλέξης Τσίπρας άφησε έξω, ενώ μπορούσε άνετα να το έχει λύσει, το ζήτημα της υιοθεσίας από ζευγάρια που ενώνονται με σύμφωνο συμβίωσης.
Επομένως, το μόνο -αλλά πολύ σημαντικό- που μας απασχολεί και γι αυτό χρειάζεται περισσότερη ενημέρωση και λιγότερος «διάλογος κωφών», είναι η αναδιοργάνωση της νομικής πρόνοιας για την υιοθεσία των παιδιών και όχι ο γάμος. Οι κανόνες πρέπει να είναι αυστηροί, δυναμικοί και ταυτοχρόνως ανθρώπινοι. Ώστε η σωστή υιοθεσία να εξελίσσεται ανεξαρτήτως του γαμιαίου συμβολαίου που, υπενθυμίζω, ενώνει δύο διαφορετικούς ανθρώπους και όχι δύο διαφορετικά φύλα.