Με εντολές και διοικητικά μέτρα, ο πληθωρισμός δεν κατεβαίνει και η ακρίβεια δεν μειώνεται. Επιδίωξα να εξηγήσω, με δύο άρθρα το πώς και το γιατί την προηγούμενη εβδομάδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται η διαρκής παρακολούθηση των αγορών από την πλευρά της διοίκησης. Όπως χρειάζονται οι κρατικές παρεμβάσεις όταν η αγορά συντονίζεται σε τακτικές που ενισχύουν την κερδοσκοπία, η οποία εκδηλώνεται κυρίως σε περιόδους σημαντικών αναταραχών. Όπως επίσης χρειάζεται όταν το εμπόριο υιοθετεί πρακτικές που θολώνουν την κρίση των καταναλωτών, ενισχύοντας την ανατιμητική ψυχολογία.
Αυτά τα δύο τελευταία προωθεί ο Κώστας Σκρέκας με τα μέτρα που λαμβάνει υπό την πρωθυπουργική ομπρέλα. Υπάρχουν δυο «μυστικά» πίσω από τα τωρινά μέτρα. Το ένα είναι ότι το υπουργείο επιδιώκει να «κάψει» το λίπος που συνιστούν οi «προσφορές πίσω από τις προσφορές», τα χρήματα δηλαδή που προσφέρουν οι εταιρείες εισαγωγής και μεταποίησης, ως κίνητρο για την έμμεση διαφήμιση των προϊόντων τους με «προσφορές» στους πελάτες μεγάλων αλυσίδων αλλά και άλλων επιτυχημένων σημείων πώλησης.
Αν τα εμπορικά κίνητρα είναι μεταξύ 10%-20% και περάσουν απευθείας στο ράφι αντί να δίνονται ως αντιπαροχή έμμεσης εμπορικής προώθησης στην αλυσίδα διανομής, η Στατιστική θα καταγράψει μείωση τιμής αλλά οι καταναλωτές θα δουν μικρότατες διαφορές στο πορτοφόλι τους. Απλώς όλα αυτά θα συμβούν από το Μάρτιο και μετά, δηλαδή λίγο πριν τις ευρωεκλογές.
Το άλλο «μυστικό» είναι ότι ο πληθωρισμός δείχνει σημάδια χαλάρωσης, κυρίως επειδή υποχώρησε η ακρίβεια των ενεργειακών προϊόντων. Με την προϋπόθεση ότι δεν θα αντιμετωπίσουμε κάποια νεότερη αναταραχή, όπως αυτή που υποχρεώνει ήδη τις γραμμές ναυσιπλοΐας να αποφεύγουν το Σουέζ οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται αλλά με αργότερο ρυθμό. Τα βασικά αγροτικά προϊόντα ακολουθούν σταδιακή πτωτική τιμολόγηση εδώ και κάποιους μήνες, όπως δείχνουν οι μετρήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Τροφίμων αλλά και οι σχετικές χρηματιστηριακές τιμές. Αν βοηθήσει και ο καιρός η ακρίβεια της γεωργικής πρώτης ύλης των τροφίμων θα υποχωρήσει.
Το στοίχημα είναι να αλλάξουν και οι τελικοί μεταποιητές τροφίμων τις τιμές τους, από τις μεγάλες βιομηχανίες μέχρι τους φούρνους της γειτονιάς. Δύσκολο, πολύ δύσκολο. Αν κάπου εκδηλώνεται με ζήλο η «απληστία» κέρδους, είναι ότι για όποιον μετέχει της επιχειρηματικότητας το να κρατήσει ένα προϊόν της τιμή που έχει πιάσει στην αγορά, μετατρέπεται σε «ζήτημα τιμής» για την χρηματοοικονομκή «υγεία» της επιχείρησης.
Εχει κι αυτό την εξήγησή του. Μια παρατεταμένη πληθωριστική περίοδος ανεβάζει όλα τα κόστη. Οχι μόνον την πρώτη ύλη και την ενέργεια, στοιχεία κόστους που μειώνονται τους τελευταίους μήνες, αλλά και το κόστος εργασίας το οποίο δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να μειωθεί.
Ο μόνος τρόπος για να μειωθούν οι τιμές είναι να πέσουν τα πραγματικά κόστη και περιορίσουν οι επιχειρήσεις τα περιθώρια κέρδους. Για να κάνουν το δεύτερο πρέπει να μειωθεί ο όγκος όσων πουλάνε, άρα να «φοβηθούν» ότι θα χάσουν μερίδιο στις αγορές των προϊόντων τους. Ο άλλος είναι να συμβάλλουν τα υψηλά επιτόκια στη μάχη του ευρώ με την πληθωριστική απομείωση της πραγματικής αξίας του.
Όλα τα παραπάνω μαζί αλλάζουν τις προσδοκίες καταναλωτών και παραγωγών για τις προοπτικές των τιμών και επιταχύνουν την πραγματική αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και σταματούν την ακρίβεια.
Είναι ενδιαφέρον το παράδειγμα του αγελαδινού γάλακτος. Όπως κατέγραψε σχετική «χαρτογράφηση» της Επιτροπής Ανταγωνισμού η τιμή ανά λίτρο αυξήθηκε ταχύτατα (από περίπου 1,10-1,30 σε 1,50-1,70. Αρχικά επειδή ανατιμήθηκαν τραγικά οι ζωοτροφές, που αναλογούν στα 2/3 του κόστους των παραγωγών, οι οποίοι παίρνουν περίπου το 1/3 της τελικής τιμής. Για τους μεταποιητές, που ακολουθούν στην αλυσίδα και παίρνουν το 28% περίπου της λιανικής τιμής, το κόστος του γάλακτος αυξήθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, από 49% σε 58%. Μετά ήρθε η ακριβή ενέργεια, το μερίδιο της οποίας για τους μεταποιητές, πέρασε από 3% σε 6%. Προσθέτουμε και ένα 15% για τον καταστήματα πώλησης. Αλλά και την αναλογία του ΦΠΑ, που επιβαρύνει κατά 11,5% την τελική τιμή.
Με την ευκαιρία να σημειώσω ότι η αναλογική συμμετοχή του ΦΠΑ στην τελική τιμή δεν αλλάζει, πρακτικά. Λίγο άλλαξαν και οι άλλες αναλογίες της τελικής τιμής και πάντα δικαιολογημένα. Αρα η αύξηση του γάλακτος δεν είναι αποτέλεσμα κερδοσκοπίας.
Πώς λοιπόν πέφτει τώρα, όσο (και όπου) πέφτει, η τρέχουσα τιμή του αγελαδινού; Για τέσσερις λόγους: (α) μειώθηκαν οι πωλήσεις, ειδικά των ακριβότερων, (β) συγκρατήθηκαν οι ζωοτροφές και η ενέργεια, (γ) εισήχθη φθηνότερο γάλα ιδιωτικής ετικέτας μέσω ορισμένων αλυσίδων χαμηλότερων τιμών και (δ) ξεκίνησαν προσφορές στις μεγάλες αλυσίδες. Με δύο λόγια, η αγορά διορθώνει. Και το ίδιο, περίπου, αναμένεται να συμβεί σε πολλά ακόμη προϊόντα.
Είναι ζητούμενο, όσο και αμφίβολο, αν η παρέμβαση του υπουργείου θα βοηθήσει σε πραγματικές διορθώσεις, που το εύχομαι, ή θα μπερδέψει, απλώς, την τράπουλα. Το σίγουρο είναι πως ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να μειώνεται βασανιστικά αργά, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους από την ψευδαίσθηση παρεμβάσεων με τις οποίες «παθιάζονται» οι πολιτικοί, όλων των πτερύγων. Αλλά αυτά τα είπαμε ήδη…