Εκπαιδεύοντας φορολογικά τον κ. Ανδρουλάκη

Κάποτε, όταν το ΠΑΣΟΚ ετοιμαζόταν να κάνει το άλμα προς την εξουσία, το μότο ήταν ότι έπρεπε να εισπράττει το κράτος περισσότερα από τη φορολογία των εισοδημάτων (με τη «δίκαιη» φορολογία των πλουσίων), παρά από τη φορολογία επί της κατανάλωσης.

Βεβαίως, ο κ. Ανδρουλάκης μόλις άνοιγε τα μάτια του και ίσως θεωρεί πως δε δεσμεύεται από όλα αυτά. Αλλά να μην αντιλαμβάνεται το βαθύ, ιδιότυπο, τριτοκοσμικό λέγαμε κάποτε, δημοσιονομικό πρόβλημα αυτής της χώρας, δεν επιτρέπεται.

Λογικά, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι η ανατροπή της αναλογίας των φόρων μεταξύ φόρων στο εισόδημα και φόρων στην κατανάλωση, που μετά το 1987 είναι κυρίως ο ΦΠΑ ή, έστω, να προσεγγίσουμε όσα ισχύουν στα καπιταλιστικά κράτη του ΟΟΣΑ, βρίσκεται στα σχέδια όλων, πρακτικά, των μεταδικτατορικών κυβερνήσεων.

Πλην όμως, καμία δεν κατάφερε να αυξήσει, αναλογικά, τα εισοδήματα του κράτους από τη φορολογία των εισοδημάτων. Για δύο απλούς λόγους. Πρώτον, τα εισοδήματα των μισθωτών είναι μικρή μερίδα των εισοδημάτων επειδή έχουμε λίγους μισθωτούς και η μισθωτή εργασία παραμένει υποδεέστερος δρόμος απόκτησης ενός καλού εισοδήματος, ιδίως όταν συγκρίνεται με την πανούργα φοροδιαφυγή.

Δεύτερον, όλοι, ακόμη και όσοι δεν πλήρωναν κανέναν φόρο εισοδήματος στην Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και οι τουρίστες και οι Έλληνες εργαζόμενοι στο εξωτερικό και οι εφοπλιστικές οικογένειες και οι φοροφυγάδες, σίγουρα πλήρωναν φόρους επί της εν Ελλάδι κατανάλωσής τους.

Ολίγη ιστορία.

Το 1953, οι άμεσοι (εισόδημα και κέρδη) φόροι αναλογούσαν στο 22% των εσόδων της κυβέρνησης, οι έμμεσοι στο 55% και οι ασφαλιστικές εισφορές στο 16%. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1973, τα ως άνω στοιχεία ήσαν 13% άμεσοι, 50% έμμεσοι και 23% κρατήσεις.

Με την πρώτη μεταδικτατορική κυβέρνηση ο Κων. Καραμανλης βελτίωσε εν μέρει την εικόνα και παρέδωσε στον Ανδ. Παπανδρέου την εξής αναλογία: 19% στο εισόδημα, 41% στην κατανάλωση, 33% από κρατήσεις.

Αν κάνουμε ένα άλμα στον χρόνο, το 2008, οι αναλογίες ήσαν 23% από εισοδήματα, 36% από κατανάλωση και 34% από κρατήσεις.

Ερχόμενοι στο σήμερα (2022), δηλαδή μετά τη δημοσιονομική κρίση, το εισόδημα δίνει το 20% των κρατικών εσόδων, η κατανάλωση το 42% και το 29% οι κρατήσεις. Με τους φόρους στην περιουσία να έχουν ανέβει αρκετά, στ0 8% από περίπου 4-5% που ήσαν πάντοτε στα πολλά προηγηθέντα έτη.

Αν ο Νίκος Ανδρουλάκης, που κάνει πλέον τριπλοβάρδια για να ενδυθεί την ανασύνθεση του ΠΑΣΟΚ, τη δουλειά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον «αέρα» της αριστεράς, θέλει να αλλάξει αυτή τη δομή των φόρων θα έπρεπε να ρίξει το βάρος του στο πραγματικό πρόβλημα.

Το οποίο είναι: πώς μπορούμε να αυξήσουμε το μερίδιο των φόρων επί των εισοδημάτων μειώνοντας όμως την πίεση των φόρων επί των μισθωτών.

Λέγοντας το αμίμητο (παραθέτω από μνήμης), «θα μειώσουμε δύο μονάδες τον ΦΠΑ και αν δεν μειωθούν τα έσοδα θα τον ξαναμειώσουμε» επιδεικνύει μια ασυγχώρητη άγνοια του βαθέος προβλήματος των κρατικών εσόδων, της σχετικής ιστορίας αποτυχιών που άφησαν πίσω τους όλες οι κυβερνήσεις αλλά και της διάσωσης του ελληνικού κράτους από την τριπλή πτώχευση της περιόδου 2010-2015.

Ξεχνά επίσης ότι ο «όχι και τόσο κρυφός» κανόνας αλλά «πολύ σκληρός για να τον θραύσει» η οιαδήποτε κυβέρνηση, είναι ότι στην Ελλάδα το κύριο πρόβλημα δεν είναι πως πληρώνουμε περισσότερους εμμέσους φόρους, αλλά ότι η φοροδιαφυγή είναι -όπως ήταν πάντοτε- πολύ μεγάλη, άρα ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των εισοδημάτων πληρώνει ό,τι πληρώνει μόλις βγάλει το χρήμα από το πορτοφόλι.

Ας βάλει λοιπόν «πλάτη» στις προσπάθειες που γίνονται προκειμένου να μειωθεί η φοροαποφυγή και φοροδιαφυγή, ας ζητήσει την τιμαριθμοποίηση της κλίμακας φόρου για τους μισθωτούς και βλέπουμε μετά τι θα κάνουμε για τον ΦΠΑ. Για τον οποίο, απλώς το υπενθυμίζω, η όποια προσπάθεια μείωσής του θα είναι ρεαλιστική όταν ο πληθωρισμός θα έχει τεθεί υπό έλεγχο.

Δεν είμαστε μακριά, αλλά δεν είμαστε εκεί, ακόμη.

Μέχρι τότε έχει χρόνο να ξεσκονίσει λίγο τις γνώσεις του επί του φορολογικού που είναι παντού και πάντοτε το βασικό εργαλείο διακυβέρνησης.