Η μεγάλη διαφορά μεταξύ υμών και των Γάλλων βρίσκεται στην αστάθεια που προκλήθηκε μετά τις βουλευτικές εκλογές που προκάλεσε ο πρόεδρος Μακρόν, τρία χρόνια πριν τη λήξη της θητείας του προηγούμενου Ημικύκλιου και στις οποίες ηττήθηκε.
Φαίνεται, μέχρι στιγμής, ότι δεν έκανε ορθολογικούς υπολογισμούς για τα επόμενα βήματα. Κάπως έτσι, έμεινε με δύο δυνατότητες. Είτε θα αναθέσει στη Λεπέν να διαμορφώσει ένα κυβερνητικό σχήμα, το οποίο θα λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης του κόμματός της. Είτε θα κυβερνήσει μόνος του. Όχι για πολύ όμως.
Στην πρώτη περίπτωση θα έχουμε ακόμη μία - ιστορικά σπάνια - συγκατοίκηση. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι θα ερχόταν στιγμή που κάτι παρόμοιο, δηλαδή η ανάδειξη των λεπενιστών στη διακυβέρνηση, θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Είναι, όμως, αλήθεια ότι τα 10.647.914 πολιτών της Γαλλίας στον πρώτο γύρο και το 37% στον δεύτερο γύρο, αυτό ακριβώς ψήφισαν. Στην Ελλάδα, ο Ζορντάν Μπαρντελά θα ήταν ήδη πρωθυπουργός.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο Μακρόν θα υποχρεωθεί να πάει σε πρόωρες προεδρικές εκλογές. Οι ελπίδες της Μαρίν Λεπέν είναι μεγάλες, ότι θα κατακτήσει την προεδρία και όλες οι μετρήσεις το επιβεβαιώνουν. Το παράδοξο είναι ότι και ο «ηγέτης» της Ανυπότακτης Γαλλίας Ζαν Λυκ Μελανσόν, επιθυμεί διακαώς το ίδιο ακριβώς με τη Λεπέν.
Κάποιοι άλλοι, όπως ο πρώην Πρόεδρος Ολάντ, είναι πιο προσεκτικοί.
«Δεν είμαι υπέρ της διαδικασίας μομφής εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας και δεν είμαι υπέρ της διεξαγωγής πρόωρων προεδρικών εκλογών μέσα σε κλίμα αστάθειας και κινδύνου στις αγορές», δήλωσε ο πρώην σοσιαλιστής Πρόεδρος στο ραδιόφωνο France Inter.
Θα βρεθεί κάποιος συμβιβασμός, ώστε να υπάρχει κυβέρνηση που θα κατορθώσει να περάσει τα μέτρα συστολής των κρατικών δαπανών, ώστε να ηρεμήσουν και οι αγορές και οι Βρυξέλλες; Θα το δούμε στα αμέσως επόμενα εικοσιτετράωρα.
Στο μεταξύ, η Ελλάδα απολαμβάνει, δυστυχώς, τεράστιας «δημοτικότητας» στη Γαλλία αλλά και στο Βέλγιο και, συντόμως, και σε άλλες χώρες.
Άπαντες αναφέρουν ότι αν δεν γίνουν περικοπές στο ασφαλιστικό σύστημα, γιατί αυτό είναι αυτή τη στιγμή προς συζήτηση και στον κρατικό Προϋπολογισμό για το 2025 αύριο, τότε οι αγορές θα ξεπουλήσουν ακόμη περισσότερο τα γαλλικά ομόλογα που κατέχουν. Αν αυτό συμβεί, είναι αλήθεια ότι η κατάσταση θα ομοιάζει προς την ελληνική του 2010 όπως συμβαίνει με δύο σταγόνες νερού, όταν ξεχειλίζει το ποτήρι της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Η Γαλλία σήμερα, όπως και η Ελλάδα το 2010, έχει πρόβλημα ανανέωσης του δημόσιου χρέους της. Το σχετικό μέγεθος του γαλλικού χρέους δεν είναι διαφορετικό από εκείνο που αντιμετώπιζε η Ελλάδα το 2008: γύρω στο 110% προς το ΑΕΠ. Η προοπτική του προβλήματος είναι που δημιουργεί όλα τα προβλήματα. Αν το έλλειμμα που ισχυρίζεται ότι θα έχει του χρόνου η Γαλλία, γύρω στο 6% εφόσον εγκριθεί ο αμφισβητούμενος Προϋπολογισμός, επιβεβαιωθεί στην πράξη, τότε το μεγάλο κράτος θα αγοράσει χρόνο και οι αγορές θα ηρεμήσουν.
Προϋπόθεση όμως είναι να υπάρχει πολιτική σταθερότητα και μια κυβέρνηση που είναι αποφασισμένη να τα καταφέρει στον δρόμο της, πάντοτε σκληρής, δημοσιονομικής λιτότητας.
Η Γαλλία βιώνει πολιτική αστάθεια, ενώ η Ελλάδα διέθετε κυβέρνηση εκλεγμένη με 44%! Σε αυτό διαφέρουμε.
Η Γαλλία δεν θα διαθέτει, μετά τη βέβαιη απομάκρυνση του Μπαρνιέ, κυβέρνηση έτοιμη να στηρίξει αποτελεσματική δημοσιονομική λιτότητα. Σε αυτό δεν διαφέρουμε, αφού ούτε η Ελλάδα διέθετε τέτοια κυβέρνηση το 2010.
Οι «ομοιότητες» δεν είναι όμως αρκετές για να προβλέψει κανείς την κατάρρευση της Γαλλίας και, συνακολούθως, μια ανοικτή κρίση του ευρώ.
Σε κάθε περίπτωση, όσοι κάνουν πως δεν κατανοούν πόσο μεγάλη σημασία έχει, για την Ελλάδα, η στιβαρή δημοσιονομική ισορροπία που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια και προβλέπεται ότι να διατηρηθεί με την έγκριση του Προϋπολογισμού για το 2025, προφανώς αγγίζουν τα όρια της ανυποληψίας.
Αυτό που μας διασώζει σήμερα είναι ότι στα δημοσιονομικά δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας. Ευτυχώς.
Να θυμόμαστε ότι το κόστος διατήρησης της σταθερότητας είναι πολύ μικρότερο από εκείνο που πληρώνουν τα κράτη όταν τη χάνουν και μάλιστα σε κλίμα πολιτικής αστάθειας. Η Ελλάδα διαθέτει άλλωστε και αυτή την «εμπειρία»: αρκεί να θυμηθούμε όσα συνέβησαν από το φθινόπωρο 2014 μέχρι τα μέσα του 2015.