Στην απώλεια ενός ανθρώπου, που ήταν παρών στις καθημερινές αναφορές μας επί πάμπολλα χρόνια, η παράδοση, η βαθύτατα ελληνική αλλά και παγκόσμια, επιβάλει να θυμόμαστε «τα καλά του». Όσα έκανε για να βοηθήσει τον τόπο του. Όσα έπραξε για τους πολλούς. Όσες καλές ιδέες υπερασπίστηκε. Αυτό θα κάνουμε και με τον Κώστα Σημίτη. Όσοι δεν θέλουν να πουν έναν «καλό λόγο», η παράδοση, βαθύτατα ελληνική το επαναλαμβάνω, σωπαίνουν. Κρατούν όσα έχουν να εκστομίσουν για αργότερα.
Ελάχιστοι συμπολίτες γνωρίζουν πόσο καθοριστικά διαμορφώθηκε από την εποχή Σημίτη, το σημερινό μας περιβάλλον. Λίγοι θυμούνται λεπτομέρειες αυτής της μακράς περιόδου, των σχεδόν εικοσιπέντε ετών, μια γενιά δηλαδή, σημαδεμένη από συγκρούσεις, άλλοτε αθόρυβες κάποτε πιο προβεβλημένες, αλλά πάντοτε πολιτικές.
Το ενδιαφέρον της εποχής Σημίτη είναι η διαρκής άλλοτε σύγκρουση, άλλοτε σύνθεση με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ας τα δούμε χρονολογικά.
Λίγους μήνες πριν τις εκλογές του 1981, όταν ετοιμάζεται ο θρίαμβος του ΠΑΣΟΚ, ο Σημίτης είναι υπεύθυνος των ζητημάτων για την επικείμενη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η θέση ήταν «παρακατιανή», ειδικά για τον εισηγητή του «ΟΧΙ» στο δημοψήφισμα του 1974, κατά της Μοναρχίας και ενός εκ των ελαχίστων που, το 1977, διαμόρφωσαν το προεκλογικό κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ. Όμως η πεποίθηση των «πρασίνων» ήταν πως ο Ανδρέας θα καταργούσε τη Συνθήκη, αμέσως μόλις θα του έδινε ο Λαός το πράσινο φως για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Όταν ο Σημίτης γράφει ένα σημαντικό άρθρο, με τίτλο «Δομική Αντιπολίτευση», και εισάγει το σύνθημα «Ναι, στην Ευρώπη των Λαών», στοχοποείται από τους «πασόκους» και ο ΑΓΠ τον σπρώχνει να παραιτηθεί από το εκτελεστικό γραφείο. Δύο χρόνια αργότερα τον αφήνει εκτός ψηφοδελτίων, τον αποκλείει δηλαδή από τη Βουλή του 1981, παρά τις προσωπικές διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου.
Επιστρέφει στο πανίσχυρο «εκτελεστικό» το 1984. Στις εκλογές του 1985, μόνος και αβοήθητος από τον κομματικό μηχανισμό, κερδίζει την πρώτη θέση σε σταυρούς στον Πειραιά, βουλευτής του οποίου θα μείνει ως το 2009, όταν θα τον απομακρύνει ο υιός Παπανδρέου.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου τον ξαναβάζει στη θέση του υπουργού Γεωργίας. Μάλλον, ως «τιμωρία» και όχι επειδή ο Σημίτης, με δουλειά μυρμηγκιού, το στυλ κατατεθέν του, είχε επιτύχει την πραγματικά πολύ δύσκολη και εξαιρετικά σημαντική προσαρμογή της Ελλάδας στη μόνη τότε κοινή πολιτική της ΕΟΚ και το μόνο πραγματικό ταμείο μεταβιβάσεων.
Όταν όμως καθίσταται σαφές ότι η Ελλάδα πάει για ανοικτή πτώχευση, αφού η υποτίμηση της δραχμής του 1982 δεν είχε αποδώσει τα αναμενόμενα, ο Παπανδρέου τον μεταθέτει στην ηλεκτρική καρέκλα του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας. Ο πληθωρισμός έτρεχε με 25%, οι δανειακές ανάγκες (έλλειμμα) του κράτους πλησίαζαν στο 20% (του ΑΕΠ), το εξωτερικό άνοιγμα και το δημόσιο χρέος είχαν διπλασιαστεί. Η κατάρρευση ήταν επί θύραις.
Η υποστήριξη του Ανδρέα στο πρόγραμμα λιτότητας (επισήμως, Σταθεροποίησης) ήταν πλήρης. Δεν ήταν εύκολη υπόθεση αφού το πρόγραμμα βρήκε απέναντι το «όλον ΠΑΣΟΚ» και ιδιαιτέρως τους πιο ισχυρούς: Γιώργο Γεννηματά, Ακη Τσοχατζόπουλο και βεβαίως τον απομακρυνθέντα πρώην «τσάρο της οικονομίας» Μάκη Αρσένη.
Οι «γαλαζο-πρασινο-κόκκινες» διαδηλώσεις μπροστά στο παράθυρο του Σημίτη, στην πλατεία Συντάγματος ήσαν τεράστιες. Η υποστήριξη Παπανδρέου τελείωσε όμως, το καλοκαίρι του 1987. Πρέπει να ήταν αυτή η μόνη περίοδος που οι δύο άνδρες ήσαν τόσο κοντά. Αντικειμενικά και εξ ανάγκης.
Από το 1989 και μετά, ο Σημίτης αναδεικνύεται, σταδιακά, στον άλλο πόλο του Κινήματος. Η επιλογή του «εκσυγχρονισμού», ευρωπαϊκού προφανώς, δηλαδή εκείνης της πολιτικής πλατφόρμας που εναντιώνεται στον «λαϊκισμό», είχε νεανικές καταβολές. Όταν ίδρυσε (1965) τον όμιλο «Αλέξανδρος Παπαναστασίου», θεμελιωτή της αβασίλευτης Δημοκρατίας, δημοτικιστή, αντικομμουνιστή σοσιαλιστή, εμπνευστή της ιδέας του «στοργικού» κράτους.
Επέστρεψε ο Σημίτης σε κυβέρνηση Παπανδρέου το 1993, όταν έγινε υπουργός Βιομηχανίας-Ενέργειας-Τεχνολογίας-Εμπορίου, αλλά και πάλι παραιτήθηκε επί θέματος ηθικής τάξεως, που δεν πολυσυζητήθηκε.
Πρακτικά και πολιτικά, με τον Ανδρέα Παπανδρέου δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ πια.
Ούτε άλλωστε φαινόταν ότι μπορεί ο Σημίτης να διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στα πράγματα, ειδικά εντός ενός κόμματος, το οποίο κάθε φορά που έκανε το σωστό και έβαζε τη χώρα σε καλό δρόμο, οπισθοχωρούσε σε ακόμη πιο λαϊκίστικες θέσεις.
Ποια ήταν η διαφορά του 1996; Ο «ντροπιαστικός συμβιβασμός Λαλιώτη», που ήθελε τον Τσοχατζόπουλο πρόεδρο του Κινήματος με «διορισμένο» πρωθυπουργό τον Σημίτη δεν πέρασε επειδή ο Σημίτης βρήκε το ανάστημα να το απορρίψει. Είχε κερδίσει λίγο πριν τα ξημερώματα την πιο κρίσιμη και πιο ανοικτή ψηφοφορία που είχε κάνει ποτέ στην ιστορία της η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ, έτσι κέρδισε το πιο συγκρουσιακό συνέδριο και με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους κέρδισε σε μια πολύ δύσκολη αναμέτρηση τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Παραδόξως, αλλά αυτό συμβαίνει συχνά στην ιστορία των κρατών, ήταν ο ίδιος ο Μητσοτάκης που «άνοιξε» το παράθυρο για την εποχή Σημίτη.
Χάρις στον πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού, η χώρα είχε ήδη ξεπλύνει τις ζημίες της οκταετίας Παπανδρέου, είχε πιάσει το νήμα της μακροοικονομικής ισορροπίας, είχε ψηφίσει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και είχε, τελικά, μπει σε τροχιά για να γίνει πλήρες μέλος της Νομισματικής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Από την άλλη, το «κρυφό χαρτί» του ΠΑΣΟΚ παρέμενε η εμπιστοσύνη περισσοτέρων στον «λαϊκό παπανδρεϊσμό». Ήθελαν και την «πίττα σωστή τζαι τον σιύλλον χορτάτον» που λένε και οι αδελφοί Κύπριοι και το επέτυχαν. Αντιλαμβανόμενοι οι «πονηροί ψηφοφόροι» ότι το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας θα υποστήριζε πάντοτε ό,τι το ευρωπαϊκόν, έπαιξαν ένα σίγουρο χαρτί με δύο όψεις: Τον Κώστα Σημίτη.
Τι, τελικά, κέρδισαν οι πολίτες και γιατί έχασαν όσες ευκαιρίες εχάθησαν, δεν είναι της παρούσης.
Προέχει στη στιγμή αυτή της Εξόδου να αποδώσουμε κάθε τιμή στην προσωπικότητα του πολιτικού, μετρώντας μόνον τα καλά που έκανε για την Πατρίδα.