Για μια κουλτούρα καλοπληρωτή

Υπάρχει παντού. Στην Ελλάδα. Αλλά και στα άλλα κράτη. Κάποιοι, όταν βρίσκουν το παράθυρο ανοικτό, δεν πληρώνουν. Η ευγενική απεύθυνση είναι πως πρόκειται για «κακοπληρωτές». Δεν έχουν «κακή πρόθεση», απλώς περνούν μια δυσκολία. Σε όλους μπορεί να συμβεί. Σε κάθε περίπτωση οφείλουν κοινωνία, κράτος, εταιρείες να δείχνουν ανοχή.

Άλλο όμως αυτό και άλλο η είδηση-αφορμή για το παρόν σημείωμα, σύμφωνα με την οποία καταναλωτές ηλεκτρισμού έχουν αφήσει ανεξόφλητους λογαριασμούς ύψους 1,4 δισ. ευρώ, Πρακτικά πρόκειται για 1 στους 5 «πελάτες», οι οποίοι «εκμεταλλεύθηκαν» τη δυνατότητα να αλλάζουν πάροχο αφήνοντας ανεξόφλητο τον προηγούμενο με αυτό που ήδη ονομάστηκε «ενεργειακός τουρισμός».

Πολλοί, πάρα πολλοί, μεταξύ των παραπάνω είναι «στρατηγικοί κακοπληρωτές». Αυτοί λοιπόν οι «στρατηγοί» είναι εξυπνότεροι από εμάς τα «πρόβατα της πλειοψηφίας». Ξετρυπώνουν τις τρύπες του συστήματος και τις εκμεταλλεύονται δεόντως. Καλά κάνουν, αφού μπορούν, δεν είναι κορόιδα…

Στην Ελλάδα δεν υπήρχε, μέχρι τουλάχιστον τη μεγάλη δημοσιονομική κρίση αυτό που συχνά αποκαλούμε «κουλτούρα πληρωμών». Όχι μόνον μεταξύ των ως άνω ατόμων, αλλά όλων μας.

Από την κορυφή μέχρι τον πάτο.

Το ίδιο το κράτος ήταν ο πρώτος κακοπληρωτής. Οι συντάξεις που δεν έβγαιναν ποτέ, οι επιστροφές φόρων που έπρεπε να βάλεις μέσον, οι ζημιές που δεν πλήρωνε αφού δεν τίποτε το κρατικό δεν είναι τακτικά ασφαλισμένο.

Μεγάλες επιχειρήσεις προτίμησαν, ειδικά στη δεκαετία του ’80, να κρατικοποιηθούν ως «προβληματικές» παρά να πληρώσουν τα δάνειά τους. Δεκάδες χιλιάδες μικρομεσαίες βαράνε «πτώχευση» αφήνοντας τεράστια χρέη. Εκατομμύρια ακάλυπτες επιταγές σφραγιζόντουσαν μέχρι να περιορίσουν οι τράπεζες τα καρνέ και να αυξήσουν το κόστος έκδοσής τους. Ακόμη περισσότερα εκατομμύρια καταναλωτικών δανείων δεν πληρώθηκαν ποτέ!

Κοντά ένα εκατομμύριο «κόκκινα» στεγαστικά, σπίτια υποθηκευμένα δηλαδή, το δικαίωμα των οποίων στη σεισάχθεια, δηλαδή στην ιδιοκτησία χωρίς πληρωμή υπερασπίζεται ένας στρατός δικηγόρων. Επί πληρωμή βεβαίως. Από κοντά και το κίνημα εναντίον των διοδίων ή εκείνοι που δεν πληρώνουν εισιτήριο στα δημόσια μέσα μεταφοράς.

Προφανώς και όσοι δηλώνουν φορολογητέο εισόδημα υποπολλαπλάσιο του πραγματικού. Αλλά και οι καταπατητές ή άλλοι αυθαιρετούχοι, στην ίδια θεότητα του κακοπληρωτή ομνύουν.

Η αναλογία κακοπληρωτών μέσα στο σύνολο της κοινωνίας και της οικονομίας ενώ βεβαίως οι περισσότεροι φροντίζουν, κι ας στενεύονται κι αυτοί όπως οι άλλοι, να εξοφλούν τις υποχρεώσεις τους, συμπίπτει, καθόλου τυχαία, με την αναλογία της μαύρης οικονομίας που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται με τη φοροδιαφυγή.

Η περίοδος της μεγάλης κρίσης δικαιολογούσε πραγματικά προβλήματα. Πλην όμως οι κακοπληρωτές υπήρχαν πριν την κρίση και υπάρχουν και σήμερα που εξερχόμαστε με βήμα ταχύ από εκείνη τη μαυρίλα. Πολλοί βρήκαν νέα δικαιολογία στη διετή επίθεση του πληθωρισμού και τις δυσκολίες που αφήνει πίσω της στο θέμα της ακρίβειας.

Και πάλι όμως, αποκαλύπτεται ότι εκείνοι που αδιαφορούν για την κάλυψη των υποχρεώσεών τους είναι κατά κανόνα άτομα που ζουν πάνω από τις δυνατότητες που τους δίνει η συμβολή τους στην οικονομία. Ο ίδιος κανόνας ισχύει και για επιχειρήσεις οι οποίες έχουν μοναδικό ταμείο την «τσέπη» του ιδιοκτήτη, πρακτική καταδικαστέα, ασύμφορη και καταστρεπτική και για τον ίδιο και φυσικά για όσους συναλλάσσονται μαζί του.

Ας δούμε όμως την άλλη πλευρά. Εκείνοι που έχουν συμφέρον να καλλιεργούν και να στηρίζουν την κουλτούρα πληρωμών δεν το κάνουν ή δεν το κάνουν με την αυστηρότητα που αρμόζει. Κι ας πέφτει πάνω τους το κόστος των κακοπληρωτών. 

Τα περισσότερα κόμματα νοιάζονται περισσότερο για εκείνους που «αντιμετωπίζουν δυσκολίες» αδιάφορα αν τις προκαλούν οι ίδιοι με τις αποφάσεις και την άρνησή τους να επιτύχουν κάτι καλύτερο. Ειδικά τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν δαπανούν περισσότερο από το 10% του έργου και των λόγων τους, είτε στη Βουλή, είτε στην κοινωνία, με τους συνεπείς και τις δικές τους δυσκολίες.

Το ίδιο κάνει, σε πάμπολλες περιπτώσεις, η διακυβέρνηση. Σπανίως επιβραβεύει ή δίνει κίνητρα σε όσους συμμορφώνονται προς τους κανόνες συναλλαγής. Η συνέπεια θεωρείται ελάχιστο και αυτονόητο καθήκον χωρίς να νοιάζεται κανείς πως κατορθώνουν οι συνεπείς να παραμένουν συνεπείς.

Χειρότερα ακόμη οι τράπεζες, εν προκειμένω, μεταξύ άλλων εταιρειών, δεν κατόρθωσαν να επιβραβεύσουν τους καλούς τους πελάτες. Ούτε ένα μπόνους στην ασφάλιση των κατοικιών, που επιπλέον είναι υποχρεωτική για όσους εξυπηρετούν στεγαστικά δάνεια, δεν σκέφτηκαν να προσφέρουν στους συνεπείς. Ούτε ένα κλιμακωτό επιτόκιο για εκείνους που διατηρούν ένα κάποιο ποσό στους λογαριασμούς τους. Οι «πόντοι» και κάποια δώρα για τους χρήστες των καρτών «τους» ήταν ένα παλιό τρικ του μάρκετινγκ, ξεχασμένο από μια παλιά εποχή.

Ήρθε όμως ο «τιμωρός Μητσοτάκης» και έσβησε τις προμήθειες, ήρθε η επιβράβευση της εφορίας προς όσους πληρώσουν ενωρίς και μια κι έξω τους φόρους τους, ήρθε το κούρεμα στα δάνεια που αναβιώνουν κι εξυπηρετούνται. Χρειαζόμαστε περισσότερες παρόμοιες πρωτοβουλίες, ώστε να εκμεταλλευτούμε την εποχή των ηλεκτρονικών συναλλαγών για την εμπέδωση και διάδοση μιας νέας κουλτούρας συναλλαγών στο όνομα της συνέπειας.