Πρέπει να είναι ο 43ος προϋπολογισμός του Κράτους, που παρακολουθώ προσεκτικά. Την κατάρτισή του, τις εισηγητικές του υπουργείου Οικονομικών, τις αντιεισηγήσεις της αντιπολίτευσης και, το κορυφαίο γεγονός, τη συζήτηση στο Κοινοβούλιο.
Η απογοήτευση από τη φετινή συζήτηση ισοδυναμεί με εκείνη του 2008. Και πάλι με μια σοβαρή εξαίρεση. Τότε, ένας πρώην πρωθυπουργός, ο Κώστας Σημίτης, είχε διατυπώσει την προειδοποίηση ότι η τότε ακολουθούμενη δημοσιονομική πολιτική θα μας οδηγούσε, υπό κάποιες προϋποθέσεις κινδύνων, στην ανάγκη διάσωσης από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Κινδυνολογούσε; Η ζωή απέδειξε το αντίθετο.
Κίνδυνος χρεωκοπίας, παρόμοιας με εκείνη που εξελίχθηκε στην περίοδο 2008-2010, δεν υπάρχει.
Χρεοκοπεί όμως η κοινή λογική.
Αντιλαμβάνομαι πως χωρίς κριτική προς την ασκούμενη πολιτική, άρα και στους αριθμούς του προϋπολογισμού που καταθέτει και υπερασπίζεται η κυβέρνηση, δε θα μπορούσε να υπάρχει αντιπολίτευση.
Δεν υπάρχει όμως κανείς λόγος η αντιπολίτευση να εκπληρώνει το συνταγματικό της καθήκον αναφερόμενη σε εικόνες και υπολογισμούς που δεν έχουν παρά επιδερμική σχέση με πραγματική πραγματικότητα. Της οικονομίας, της κοινωνίας και των ανθρώπων.
Δεν υπάρχει κανείς λόγος να χρησιμοποιούν κατεβατά στατιστικών μετρήσεων, όταν δε γνωρίζουν πως να τις διαβάσουν. Το απλό παράδειγμα του αγνωστικισμού με τον οποίο χρησιμοποιούνται τα «νούμερα» αυτά, είναι ότι αν κανείς πήγαινε από το αεροδρόμιο στη Βουλή, άκουγε όσα ελέχθησαν στο ημικύκλιο και μετά έβγαινε στην καθημερινότητα της αθηναϊκής (και όχι μόνον) ζωής, θα πίστευε ότι βρίσκεται σε άλλη χώρα από εκείνη που περιγράφουν οι κοινοβουλευτικές αγορεύσεις.
Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα λίγο κάτω από τη μέση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής. Πριν την κρίση ήταν λίγο πάνω από τη μέση. Αυτό είναι όλο και όλα τα άλλα είναι «ιδεολογικές» σχοινοβασίες.
Τι μας λέει αυτό για τον προϋπολογισμό και τα δημοσιονομικά;
Σε αντίθεση όσων δε βλέπει η αντιπολίτευση αλλά και προς το κυριαρχούν κυβερνητικό αφήγημα του «όλα πάνε καλά», η πολιτική για τους φόρους και τις δαπάνες, τα κοινωνικά επιδόματα και τη χρηματοδότηση των βασικών λειτουργιών (γραφειοκρατία, άμυνα, υγεία, παιδεία, δικαιοσύνη, συντάξεις) συνεχίζει τη βασανιστική πορεία λιτότητας με στόχο τη διόρθωση της βασικής δημοσιονομικής ισορροπίας.
Υπενθυμίζω ότι η πορεία διόρθωσης ξεκίνησε μετά την ακύρωση μέρους του δημόσιου χρέους του 2012, τη ρύθμισή του το 2017 και την αντίστοιχη αιματηρή διόρθωση των συνταξιοδοτικών δαπανών το 2016.
Τα περιθώρια του προϋπολογισμού να επηρεάσει την οικονομία είναι μικρά. Το βάρος του δημόσιου χρέους παραμένει βαρύ γιατί περιορίζει τις δυνατότητες δανεισμού της οικονομίας συνολικά, επειδή κρατά το κόστος του χρήματος υψηλότερα από εκείνο που πληρώνουν άλλες οικονομίες, παρά την οφθαλμαπάτη της -προφανώς συγκυριακής- υποαπόδοσης των ελληνικών ομολόγων. Με αποτέλεσμα τον παρατεινόμενο περιορισμό νέων δανείων προς την οικονομία, ο οποίος κρατά τις επενδύσεις χαμηλότερα από το απαραίτητο επίπεδο. Όπως φαίνεται άλλωστε στις νέες δυσκολίες ρευστότητας των μικρότερων και μεσαίων επιχειρήσεων, εξέλιξη που διευκολύνει την αντιτραπεζική «γκρίνια».
Επιπλέον, το κόστος λειτουργίας των βασικών κρατικών λειτουργιών παραμένει υψηλό συγκριτικά προς την επιβαλλόμενη φορολογία. Η αυταπάτη της υπεραπόδοσης των φόρων, τυφλώνει την αντιπολίτευση, που ζητεί να διανεμηθεί κάτι που δεν υπάρχει. Μπερδεύει όμως και την κυβέρνηση που νομίζει ότι έχει επιτύχει κάποιο δημοσιονομικό θαύμα, όταν η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών του κράτους δεν ανταποκρίνονται σε αυτό που περιμένει κανείς από μια μεσαίου μεγέθους ευρωπαϊκή χώρα, ενώ η παραοικονομία συνεχίζει να κοροϊδεύει την υπομονή των συνεπών φορολογουμένων.
Με δύο λόγια, ο προϋπολογισμός του 2025 δεν έδωσε τελικά την ευκαιρία να συμφωνήσουν οι βασικές πολιτικές δυνάμεις εκεί που δεν υπάρχει περιθώριο διαφωνίας και να διαφωνήσουν εκεί που έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη η σύμπτωση. Χάθηκε για πολλοστή φορά, πρέπει να είναι η 43η στη σειρά, η κοινή λογική.