Η καμπάνα των επενδύσεων

Στο κλείσιμο της προηγούμενης εβδομάδας ανακοινώθηκαν τα στοιχεία για την εξέλιξη του εγχώριου προϊόντος, το γνωστό ΑΕΠ ή κοινώς η «πίτα» από την οποία όλοι περιμένουμε ένα τεμάχιο, κατά το τρίτο, το θερινό, τεταρτημόριο τρέχοντος έτους. Η εξέλιξη είναι καλή, γενικά, αλλά όχι για τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους θα επιθυμούσαμε, όπως θα εξηγήσω παρακάτω.

Το ΑΕΠ συνέχισε να μεγαλώνει, όπως διαρκώς συμβαίνει από το δεύτερο τρίμηνο του 2021 και μετά, όταν η οικονομία βγήκε από το έρεβος, στο οποίο έπεσε επί πέντε τρίμηνα λόγω της πανδημίας του Covid.

Το καλοκαιρινό ΑΕΠ του τριμήνου εφέτος ήταν, σε τρέχουσες τιμές δηλαδή μαζί με τον πληθωρισμό, μεγαλύτερο κατά 13,2 δισ. ευρώ από το αντίστοιχο προ του πανδημικού έτους, ή κατά σχεδόν 30%. Περίπου μεγαλύτερο κατά ένα τρίτο. Που σημαίνει ότι «βάλαμε στην τσέπη» περίπου 30 ευρώ παραπάνω από όσα βάζαμε πριν πέντε χρόνια.

Σε σταθερές τιμές, μετά δηλαδή την αφαίρεση του πληθωρισμού, το καλοκαιρινό τρίμηνο μεγάλωσε κατά 4 δισ. ή 9%. Δηλαδή, για τα ίδια προϊόντα και υπηρεσίες προσθέσαμε στο καλοκαιρινό μας εισόδημα 10 ευρώ καθαρά. Καλά αλλά όχι και κάτι το τόσο σπουδαίο.

Σημειώστε ότι η επίδοση του 2019 είναι, πρακτικά ίδια σε όλη τη μνημονιακή περίοδο.

Το ενδιαφέρον του τρίτου τριμήνου είναι, προφανώς, ο τουρισμός. Η ταξιδιωτική «έκρηξη» μετά την καταπίεση της επιδημίας, είναι σημαντική πηγή εσόδων για όλες τις μεσογειακές και άλλες τουριστικά θελκτικές χώρες.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν όλη αυτή η «τουριστική βοή», ακόμη και με την επέκταση της τουριστικής περιόδου, ακόμη κι αν κρατήσει, ακόμη κι αν αυξηθεί, στα επόμενα χρόνια, είναι εκείνο που θα μειώσει την απόσταση κατά την οποία έχουμε μείνει πίσω, συγκριτικά προς όλες, πρακτικά, τις άλλες οικονομίες της Ενωσης.

Η αρχική απάντηση είναι προφανής και δεν είναι θετική. Καλός ο τουρισμός, αλλά δεν αρκεί. Εκτός αν δεχτούμε πως όσα καταγράφει η Στατιστική είναι «λίγα» μπροστά σε εκείνα που πραγματικά εισπράττουν οι επιχειρήσεις, οι επαγγελματίες και οι εργαζόμενοι στον σπουδαίο αυτόν κλάδο της εθνικής οικονομίας.

Όχι μόνον λόγω της μαύρης αγοράς, υπηρεσιών και εργασίας, αλλά και εξαιτίας του μεριδίου των πραγματικών κερδών που μένουν στο εξωτερικό, δεν καταγράφονται ποτέ στους εθνικούς λογαριασμούς, δεν συνεισφέρουν στη βελτίωση των μισθών και δεν πληρώνουν φόρο στο κρατικό ταμείο.

Όπως και να' χουν τα πράγματα, ο τουρισμός πρέπει να πάει και πιστεύω ότι θα πάει, καλύτερα.

Αυτή λοιπόν η «καλή ανάπτυξη» που όμως δεν πρέπει να μας καθησυχάζει, δεν επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία των επενδύσεων. Ο ρυθμός με τον οποίο μεγαλώνει το επενδεδυμένο κεφάλαιο, δηλαδή αυτό που χρειάζεται για να δημιουργούμε κάθε περίοδο περισσότερα προϊόντα και περισσότερες υπηρεσίες, είναι πολύ χαμηλός. Ετησίως, χωρίς τον πληθωρισμό, σε όρους όγκου, το πάγιο κεφάλαιο μεγάλωσε μόνον κατά 0,3% στο τρίτο τρίμηνο Πέρυσι, η ίδια σύγκριση έδινε 8,6% και πρόπερσι 12,2%.

Κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Ηχεί καμπάνα κινδύνου.

Μήπως πρέπει τα σεπτά κόμματα εκτός από τον φιλολογικό ανταγωνισμό τους επί της φορομπηχτικής μοίρας των λογιστικών «υπερκερδών», να ρίξουν μια ματιά σε όσα συμβαίνουν στον σκληρό πυρήνα της πραγματικής οικονομίας;