Ο ίδιος κλαυσίγελως επαναλαμβάνεται κάθε φορά που εμφανίζεται μια -προφανώς ίδια με την προηγούμενη- στατιστική ένδειξη, τουλάχιστον τα τελευταία 15 χρόνια, για το επίπεδο των ελληνικών εισοδημάτων.
Τις προάλλες η Eurostat εμφάνισε έναν ακόμη παρόμοιο αριθμό: τον «Μέσο ετήσιο προσαρμοσμένο μισθό ανά απασχολούμενο πλήρους απασχόλησης για το 2023». Η Ελλάδα βρίσκεται τρίτη από το τέλος, όπως και σε όλους τους παρεμφερείς δείκτες. Μόλις 17.013 ευρώ κατ’ έτος.
Δε μάθαμε τίποτε καινούργιο.
Εδώ και καιρό δε χρησιμοποιώ τους δείκτες αυτούς στον δημόσιο λόγο. Έχουν προβλήματα κατασκευαστικά, δε δείχνουν όσα βαθύτερα θέλουμε να μάθουμε οι οικονομολόγοι, εξυπηρετούν τις μίζερες προπαγανδιστικές φωνές, σκεπάζουν τον συλλογισμό όσων αναζητούν τους δρόμους ανάπτυξης κι ευημερίας.
Φαίνεται, ειδικά αυτό το τελευταίο, από τη μετά δυσκολίας υποκρυπτόμενη ικανοποίηση που νοιώθουν (εξού και το -γέλως) όταν λένε πόσο χαμηλά, «κοντά στον πάτο», βρισκόμαστε. Όταν μάλιστα λέγεται από ανθρώπους που έχουν βάλει το χεράκι τους για να μείνουμε πολλά μέτρα πίσω από τους υπολοίπους, γιατί τελικά αυτό είναι το ζητούμενο, εξοργίζομαι. Μου περνά γρήγορα, τώρα πια, ευτυχώς!
Ας δούμε όμως τα σχετικά στοιχεία, πριν σας υπενθυμίσω ποια άλλα στοιχεία πρέπει να φέρετε σε συνάφεια για να κατανοούμε την ουσία του ζητήματος και να μην αφηνόμαστε στην προπαγάνδα της μιζέριας. Πάμε…
Στο τέλος της μεγάλης κρίσης, το 2018, η (περίπου) ίδια μέτρηση, υπολόγιζε τη μέση μισθωτή αμοιβή σε €15.920, ενώ το 2015 ήταν €17.002, έναντι €20.002 το 2010 (το υψηλότερο σημείο), €16.831 το 2004 και €13.441 το 2001, μόλις είχαμε αλλάξει τις δραχμές με ευρώ.
Ευκόλως υπολογίζει κανείς πως στη διάρκεια 22 ετών μόλις που προσθέσαμε 3,5 χιλιάδες ευρώ. Όταν οι Ισπανοί προσέθεσαν 13,5 χιλιάδες, οι Πορτογάλοι 9.800 και οι Σλοβένοι 19.400. Όσο για τη Γερμανία πήγε από τις 29 στις 50 χιλιάδες!
Αυτό όμως που επίσης οφείλουμε να παρατηρήσουμε είναι πως αν η κατρακύλα είχε σταματήσει στο 2015 και είχαμε, από εκεί και πέρα, ακολουθήσει το μέσο ρυθμό αύξησης των υπολοίπων της ευρωζώνης θα ήμασταν στις €21.000, περίπου όσο και η Πορτογαλία, η οποία ήταν λίγο χειρότερα από εμάς, το 2015.
Με δεδομένο ότι το 2015, όταν «βγάλαμε» τους Τσίπρα-Καμένο, είχαμε ήδη πραγματοποιήσει τουλάχιστον το 70-80% της προσαρμογής που απαιτούσε το δημοσιονομικό αδιέξοδο στο οποίο βρεθήκαμε το 2008-2010, η στασιμότητα στην οποία, μέχρι πρόσφατα, παγιδευτήκαμε οφείλεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ σε δύο επιλογές.
Η πρώτη συνδέεται με την καταστροφή που προξένησε το πρώτο εξάμηνο του 2015. Διάλυση της όποιας εμπιστοσύνης είχε ανακτηθεί, διάλυση του τραπεζικού συστήματος, επέλαση στην επιχειρηματικότητα και φοροεπιδρομή στη μεσαία τάξη των μισθωτών (και συνταξιούχων).
Η δεύτερη επιλογή που έκανε το τότε τυχάρπαστο «επιτελείο», έχει να κάνει με την αποξένωση των επενδυτών, την απομύζηση των μεσαζόντων και την επαναφορά του βαρέος κράτους. Το τρίπτυχο είχε καταστροφικά αποτελέσματα για τα εισοδήματα των μισθωτών και αυτό φάνηκε με τον χειρότερο τρόπο όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε τους πληθωριστικούς κλυδωνισμούς. Μόνον η μεταποίηση και, γενικότερα, η βιομηχανία άντεξαν γι αυτό και οι αμοιβές σε αυτούς τους κλάδους είναι τουλάχιστον 30-40% υψηλότερες.
Έρχομαι όμως και σε ορισμένες ακόμη παρατηρήσεις, οι οποίες πρέπει πάντοτε να συνοδεύουν παρόμοιες «στατιστικές».
Η Ελλάδα πάσχει από χαμηλή απασχολησιμότητα. Μόνον ένας στους δύο δουλεύει «κανονικά». Σχεδόν σε όλες τις χώρες που έχουν εμφανώς υψηλότερες αμοιβές, το ποσοστό όσων «απασχολούνται» είναι εξίσου εμφανώς μεγαλύτερο κατά 10%-20%. Το 16,3% στις ηλικίες 15-74 δεν εργάζεται καθόλου στην Ελλάδα (αν και πιστεύω ότι είναι πολύ μεγαλύτερο…) όταν στη Γερμανία (αλλά και στη Βουλγαρία) το ποσοστό αυτό είναι μόλις 7%
Η Ελλάδα πάσχει από χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας και, ακόμη χειρότερα, από χαμηλή ανταγωνιστικότητά των διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων της, έναντι των ανταγωνιστών της, όπως έχουμε εξηγήσει πολλές φορές.
Ακόμη σήμερα, μετά τις δραστικές περικοπές, η Ελλάδα δαπανά συγκριτικά το μεγαλύτερο ποσοστό του Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΠ) για τη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού συστήματος, που ήταν η κύρια αιτία της δημοσιονομικής κρίσης. Περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το μέσο όρο της Ένωσης, διπλάσιο ποσοστό από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία ή το Λουξεμβούργο, τετραπλάσιο από την Ιρλανδία και 50% περισσότερα από τη Γερμανία.
Δε συνεχίζω. Να τελειώσουμε, για σήμερα, με αυτό που ποτέ δε συζητείται από όσους χρησιμοποιούν καταγγελτικά τη σχετική στατιστική.
Ποτέ μα ποτέ δεν πάνε τη συζήτηση σε όσα πρέπει να γίνουν για να βελτιωθεί με γοργούς ρυθμούς η σίγουρα δύσκολη κατάσταση που υποδηλώνουν τα στοιχεία. Ποτέ μα ποτέ δε θα εξηγήσουν την προσπάθεια που απαιτείται σε επενδύσεις και διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας.
Πάντα όμως θα ζητήσουν από το κράτος (δηλαδή την… κυβέρνηση) να κλείσει την τρύπα. Έτσι απλά. Ξεχνώντας ότι ποτέ και πουθενά η ψαλίδα και οι «σωστές» αμοιβές δεν ήρθαν ως αποτέλεσμα πολιτικών ρυθμίσεων επί της αξίας των μισθών. Αλλά από τη φροντίδα που δείχνουν εκείνοι οι λαοί και λησμονούμε εμείς για να επιτύχουμε την πολύ δύσκολη, αλλά πάντοτε απαραίτητη αποτελεσματική αύξηση της παραγωγής.
Από την οποία, αυτός είναι ο κανόνας, απορρέει η καθημερινή εύνοια υπέρ της μισθωτής εργασίας έναντι άλλων μορφών πρόσκτησης μεγαλύτερων εισοδημάτων.