Εννέα στους 10 κατοίκους της χώρας είναι «γεννημένοι» Έλληνες και Ελληνίδες. Στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν από την προηγούμενη απογραφή του πληθυσμού καμία, πρακτικά, διαφορά δεν προέκυψε σε ένα ζήτημα που παρουσιάζεται, ειδικά τα τελευταία χρόνια, με τις πιο δυσοίωνες διαστάσεις.
Η πολιτική «κλείνουμε τα μάτια στην παράνομη/παράτυπη μετανάστευση, που ατύπως πλην όμως ουσιαστικώς επελέγη κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, υπό την πίεση και των μεγάλων κρατών της Ένωσης, δεν είχε τα αποτελέσματα επί των οποίων πολλοί χτίζουν πολιτικές «περιουσίες». Τον έναν στους δέκα, μεταξύ τους πολλοί ανήλικοι, που δεν είναι «ιθαγενείς», ειδικά αν αφαιρέσουμε τους «άλλους ευρωπαίους», που δεν είναι καθόλου λίγου, δεν μπορούμε να τον θεωρούμε ότι δημιουργεί, ούτε ότι μπορεί να δημιουργήσει τα προβλήματα που εμφανίζονται σε άλλες χώρες.
Δεν υπάρχει επομένως αντικειμενική βάση στην ανάπτυξη αντιμεταναστευτικών αντιλήψεων συνδυασμένων κατά κανόνα με ρατσιστικές φοβίες. Γι αυτό άλλωστε, παρόμοιες τοποθετήσεις παραμένουν περιθωριακές απέναντι στην πραγματικότητα. Όσοι «ψηφίζουν» με παρόμοιες δικαιολογίες, απλώς αποκαλύπτουν τις κρυφές τους αλλά πολύ πραγματικές πολιτικές τους επιλογές. Και είναι πολλοί. Στον υπερδεξιό χώρο συνωστίζονται ήδη τρία κόμματα, με ατζέντα ξενοφοβική, που βρίσκονται όμως στην πραγματικότητα σε σύγκρουση με το κυρίαρχο κεντρικό κόμμα της πολιτικής σκηνής, τη Νέα Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες, να το έχουν κατανοήσει ενωρίτερα στην πολιτική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να μη στηρίζουν την αντιδεξιά ρητορική του σε αυτό και άλλα συγγενικά επιχειρήματα.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι η μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών των προηγούμενων δύο δεκαετιών, όσοι δηλαδή ήρθαν από την Αλβανία, μικραίνει με ταχείς ρυθμούς, αφού «λείπουν» 100 χιλιάδες από την προηγούμενη απογραφή. Ήσαν 438 χιλιάδες το 2001, πήγαν στις 481 χιλιάδες το 2011 και έπεσαν στις 375 χιλιάδες το 2021. Στην πράξη βεβαίως οι εν Ελλάδι αλβανικής καταγωγής παραμένουν ένας στους δύο ανθρώπους του μόνιμου πληθυσμού κατοίκων Ελλάδας με ιθαγένεια άλλης χώρας.
Οι ασιατικής καταγωγής, που είναι η επόμενη μεγάλη ομάδα (158 χιλιάδες) ήρθαν κυρίως από το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και, τελευταία, το Αφγανιστάν. Από την Αφρική ήρθαν 34 χιλιάδες. Πρόκειται δηλαδή για λιγότερους από 200 χιλιάδες ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους θα φύγουν με την πρώτη ευκαιρία, μόλις βρεθεί νομικό παράθυρο για τη μετάβασή τους στα μεγάλα κράτη. Σε κάθε περίπτωση, ούτε αυτές οι ομάδες μπορούν να δικαιολογήσουν τον «θόρυβο» που δημιουργούν και ακολούθως εκμεταλλεύονται συγκεκριμένα πολιτικά υποκείμενα τα οποία πάντως πέτυχαν εντυπωσιακή παρουσία στη Βουλή και, ακόμη πιο δυναμική, στα σώματα της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Οι σχετικές ιντερνετικές αναρτήσεις και οι λιγοστές σοβαρές συζητήσεις κρύβουν το μεγάλο και πολύ πραγματικό θέμα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με την ευκαιρία των αποτελεσμάτων της απογραφής πληθυσμού στην πατρίδα μας. Η χώρα μικραίνει πληθυσμιακά. Επιπλέον, γερνά ηλικιακά. Όμως το δεύτερο δεν είναι τόσο μεγάλο ζήτημα όσο συνήθως αναφέρεται στον δημόσιο διάλογο αφού απλώς δείχνει ότι ζούμε περισσότερα χρόνια. Το γεγονός όμως ότι έχουμε διαρκώς λιγότερους νέους μεταξύ μας είναι πολύ πραγματικό πρόβλημα.
Στις ηλικίες μεταξύ 20 και 39 έτη είχαμε 1,5 εκατομμύριο το 2011 και έχουμε τώρα 1,1 εκατομμύριο ή 320.000 λιγότερα άτομα. Αν προσμετρήσουμε το γεγονός ότι οι μετανάστες είναι κυρίως αυτών των ηλικιών, εύκολα κατανοούμε το κενό που υπάρχει στον ελληνικής ιθαγένειας πληθυσμό αλλά και γενικότερα τα προβλήματα που δημιουργούνται στην παραγωγική και κοινωνική ζωή.
Το συγκεκριμένο δημογραφικό «κενό» δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον με προγραμματισμένες εισαγωγές «φθηνού» εργατικού δυναμικού. Είναι σωστό να σκεφτούμε δύο παράλληλες πρωτοβουλίες.
Η μια, πιο δύσκολη, είναι να προσελκύσουμε εργασιακούς «νομάδες» υψηλών ικανοτήτων, χορηγώντας εντυπωσιακά και εξαιρετικώς επείγοντα κίνητρα. Η δεύτερη, δύσκολη πολιτικά αλλά δικαιολογημένη ανθρωπιστικά, είναι να προσφέρουμε την ιθαγένεια σε παιδιά που γεννιούνται δίπλα μας και θα συμμετέχουν της ημετέρας παιδείας. Αρκεί να γίνεται με «αυτόματο» τρόπο, για παράδειγμα κατά την ενηλικίωσή τους.
Η μελέτη των στοιχείων της απογραφής ήταν πάντοτε μια σοβαρή εργασία για το κράτος. Κάποτε, πανεπιστημιακοί, ερευνητές, βουλευτές και δημοσιογράφοι πέρναγαν πολλές ώρες κοιτάζοντας τα νούμερα. Τώρα μετά βίας γεμίζει μια σελίδα σε όσες, λίγες, σοβαρές εφημερίδες απέμειναν, ενώ οι ιντερνετικές σοσιαλ - σελίδες συνεχίζουν με τις ίδιες πάντα ξενοφοβικές χαζομάρες, για να το πω όπως εύστοχα το διατύπωσε ο πρωθυπουργός στη Βουλή. Το υπόδειγμα των Αντετοκούνμπο μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία της απογραφής, πρέπει να μελετηθεί σε βάθος, προφανώς με πρωτοβουλία του επιτελικού κράτους.