Ευτυχώς, εμείς δεν έχουμε τα μεγάλα προβλήματα των Αμερικανών. Κανείς Έλληνας πολιτικός δεν θέλει να αλλάξει το όνομα του όρους Όλυμπος. Με τέτοια παγκόσμια φήμη, όταν όλοι έτσι και μόνον έτσι το γνωρίζουν, θα ήταν μεγάλη ανοησία. Εξάλλου, τουλάχιστον σε αυτό το θέμα, κανείς στη χώρα μας δεν έχει άλλη άποψη.
Αντιθέτως, για τον εκλεγμένο πρόεδρο των ΗΠΑ, το όνομα του ψηλότερου βουνού του αμερικανικού βορείου ημισφαιρίου, που βρίσκεται στην κάποτε ρωσική αλλά εξαγορασμένη έναντι πινακίου φακής Αλάσκα, πρέπει να αλλάξει όνομα.
Σύμφωνα με τον Trump, το Great One των ιθαγενών Αθαμπασκάν της Αλάσκα, κακώς βρήκε το αρχικό του όνομα ως Denali το 2015. Μετά από δεκαετίες λινγκουϊστικών διαφωνιών, ο τότε πρόεδρος Ομπάμα συμφώνησε με όσους υποστήριζαν ότι το όνομα του βουνού έπρεπε να είναι ίδιο με εκείνο που είχε ήδη ο τεράστιος εθνικός δρυμός. Έτσι καταργήθηκε το όνομα Mount McKinley, που του είχαν δώσει τυχοδιώκτες χρυσωρύχοι αποικιοκράτες, προς τιμήν του διατελέσαντος ακολούθως και προέδρου των ΗΠΑ, οι οποίοι δεν έκρυψαν ποτέ τις σχετικές πολιτικές σκοπιμότητες τους.
Ήταν ακόμη εποχές που ο Κόσμος, ο εγχρήματος και «πολιτισμένος», ήταν διαιρεμένος μεταξύ ενός νομισματικού συστήματος που θα βασιζόταν στον χρυσό ή στο ασήμι. Η συγκεκριμένη διαφορά είναι ιστορικά πολύ παλαιά και ολόκληρες αυτοκρατορίες, βασίλεια και πολιτείες έχασαν πολλά λόγω της επιλογής τους, μεταξύ των δύο αυτών πολύτιμων μετάλλων, που χρησίμευσαν ως αποθεματικό σταθερότητας της αξίας των νομισμάτων τους. Τότε ακόμη, η ανθρωπότητα δεν γνώριζε την αξία της ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής.
Στο μεταξύ, ολόκληρος ο σημερινός πολιτισμένος Κόσμος, δηλαδή ολόκληρος ο Πλανήτης, περιμένει να διαπιστώσει αν ο νέος Πρόεδρος θα πραγματοποιήσει και άλλες παρόμοιες, αλλά μάλλον βαρύτερης σημασίας προτιμήσεις του. Αν, για παράδειγμα, θα επιδιώξει να πάρει από τα χέρια του Federal Reserve System, της κεντρικής τράπεζας του αμερικανικού δολαρίου, την άσκηση της νομισματικής πολιτικής, εμμέσως δηλαδή της συναλλαγματικής πολιτικής και τελικά της ισοτιμίας με τα άλλα διεθνή νομίσματα.
Ο Jerome Powell, πρόεδρος της Fed, ρωτήθηκε, στη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας, αν θα παραιτηθεί σε περίπτωση που του το ζητήσει ο Trump για να απαντήσει «ποτέ». Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι, ειδικά μετά όσα βλέπουμε τις τελευταίες μέρες πριν την επίσημη ανάλειψη καθηκόντων από τον νέο πρόεδρο, ότι είτε αυτό είτε κάποιο όμοιο θέμα, δεν θα μπει στην ατζέντα του επιθετικού και απρόβλεπτου πολιτικού.
Η κρατική καθοδήγηση της νομισματικής πολιτικής και, ειδικά της πολιτικής επιτοκίων, γιατί σε αυτό επικεντρώνεται η «κριτική» Trump, δεν αποτελεί παραδοξότητα.
Και εις τα καθ’ υμάς υπάρχουν μιμητές του Trump. Όχι το ίδιο «φανεροί», ούτε από την ίδια πολιτική κοιτίδα. Πρόσφατα όμως, η πολεμική γύρω από το τραπεζικό σύστημα έδωσε την αφορμή να εκδηλωθούν. Με πολλούς τρόπους.
Εμμέσως, πλην όμως σαφώς, σε σχεδόν όλες τις πολιτικές πτέρυγες, πλην βεβαίως των αμιγώς φιλελεύθερων και, ευτυχώς, της κυβέρνησης, είναι πολλοί εκείνοι που θέλουν να ορίζονται με κοινωνικά, άρα πολιτικά, κριτήρια οι πολιτικές προφύλαξης της αξίας του νομίσματος που χρησιμοποιούμε, του ευρώ.
Ότι οι τράπεζες είναι οι «κακοί» σε αυτό το έργο είναι αυτονόητο. Είναι άλλωστε ο «αδύναμος» κρίκος του χρηματοοικονομικού συστήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα επιτόκια δανεισμού κρίνονται «απαράδεκτα», όταν οι τράπεζες δεν χορηγούν πολλά δάνεια, ακόμη και χωρίς πραγματικές εξασφαλίσεις, προκαλώντας την «εξέγερση» μερίδας εμπορευομένων ή πολιτών. Ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται όλοι (σχεδόν) εκείνοι που πιστεύουν ότι το δάνειο είναι «δημοκρατικό δικαίωμα», το οποίο μπορεί να καταλήγει σε σεισάχθεια όταν ο λαός το «απαιτεί».
Ειδικά για τη χώρα μας, δεν έχουν περάσει και τόσα πολλά χρόνια, από τότε που το κράτος ασκούσε πλήρη έλεγχο στο τραπεζικό σύστημα. Αν δεν είχαν μπει σε εφαρμογή, από την κυβέρνηση Κων. Μητσοτάκη (1990-1993), οι προβλέψεις της Επιτροπής Θόδωρου Καρατζά, μια πρωτοβουλία του Κώστα Σημίτη από τη θέση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας (1995-1997), ο οποίος συνέχισε και ως πρωθυπουργός στον ίδιο, σωστό, δρόμο, η Ελλάδα δεν θα είχε μπει ποτέ στην ευρωζώνη.
Όχι μόνον γιατί η ανεξαρτησία της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής είναι προϋπόθεση και ακρογωνιαίος λίθος της ΟΝΕ, αλλά κυρίως γιατί ο βαθμός ανάπτυξης της οικονομίας της, θα ήταν τόσο χαμηλός που δεν θα επέτρεπε να έχουμε στην τσέπη μας ένα διεθνώς δυνατό νόμισμα.
Οι σημερινοί κρύφιοι ζηλωτές της κρατικής παρέμβασης στα του νομίσματος είναι ίδιοι με τους πολλούς εκείνους που περίμεναν, τέτοιες μέρες πριν δέκα χρόνια, να κερδίσει ο Αλέξης Τσίπρας για να κάνουν… βουτιά στο θησαυροφυλάκιο.