Να εμπιστευθούμε ξανά τη Δικαιοσύνη

Διατρέχει συχνά τη δημόσια συζήτηση ο αφορισμός ότι δεν πρέπει να αμφισβητούμε τις δικαστικές αποφάσεις. Πρόκειται για παρεξήγηση.

Η Δικαιοσύνη, ως ένας από τους τρεις πυλώνες του δημοκρατικού πολιτεύματος, είναι ζωντανή και ως εκ τούτου υποκείμενο λαθών. Όλοι, όμως, ελπίζουμε ότι υποπίπτει σε ανθρωπίνως λίγα ή τουλάχιστον ολιγότερα σφάλματα από εκείνα που διαπράττουν οι άλλοι δύο πυλώνες.

Κυρίως επειδή τα δικαστήρια έχουν περισσότερο χρόνο για να διαμορφώσουν την κρίση τους, ακολουθούν σταθερούς κανόνες και δικάζουν ενώπιον της κοινωνίας αλλά και επειδή οι άνθρωποί της, δικαστές και εισαγγελείς, κρίνουν με μόνον γνώμονα τους ισχύοντες νόμους.

Εθνικούς και, πολύ συχνότερα πλέον, ευρωπαϊκούς. Επιπλέον, τα δικαστήριά μας συμβουλεύονται και ενσωματώνουν απόψεις, οδηγίες και αποφάσεις δικαστικών των οργάνων της διεθνούς τάξης πραγμάτων. Προφανώς, στη «δική μας» πλευρά του Πλανήτη, εν ολίγοις του δυτικού κόσμου.

Όπως και να 'χει, όπως κι αν το σκεφτούμε, το δικαίωμα της αμφισβήτησης παραμένει κυρίαρχο και αναγνωρισμένο και δεν πρέπει να ενοχλεί κανέναν η συζήτηση των δικαστικών αποφάσεων.

Άλλωστε η ίδια η Δικαιοσύνη αποδέχεται, κατά τη συνταγματική τάξη, την αμφισβήτησή της, αφού όλοι μπορούν να προσφύγουν κατ’ έφεσιν σε δεύτερη, ακόμη και σε τριτοβάθμια κρίση.

Εκείνο που δεν θα έπρεπε να αμφισβητείται είναι η εκτέλεση των αποφάσεών της. Πιστεύω ότι από αυτό το σημείο ξεκινά, σήμερα, η συνεχώς μεγαλύτερη απώλεια εμπιστοσύνης προς το δικαστικό μας σύστημα.

Η ελαφρότητα των ποινών εξισούται στο μυαλό πολλών ανάμεσά μας, με αδυναμία της Δικαιοσύνης, δηλαδή της Πολιτείας και τελικά του Κράτους Δικαίου, να τιμωρήσει όσους σφάλουν. Ούτε στα ελαφρά παραπτώματα, κάποιο πλημμέλημα, ούτε, ακόμη περισσότερο, στα βαρύτερα αδικήματα. «Κανείς δεν πηγαίνει φυλακή κι αν πάει βγαίνει αμέσως» είναι η συνηθισμένη, αλλά πολύ βαριά, επωδός της κριτικής μας προς τη Δικαιοσύνη.

Αυτό όμως δεν είναι δικό της θέμα. Είναι το νομικό περιβάλλον, όπως το διαμορφώνουν οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι όσων πολιτών συμμετέχουν στις καθολικές ψηφοφορίες.

Προφανώς, το νομικό πλαίσιο οργανώνεται κατόπιν εισηγήσεων της εκάστοτε κυβέρνησης προς τη δική της «πλειοψηφία». Αυτό θεωρείται και συχνά είναι ένα μεγάλο πρόβλημα.

Η πλειοψηφία είναι εξ ορισμού πολιτική και καταντά, πολύ συχνά, να  εξυπηρετεί επικαιρικές ή οικονομικές ή πολιτικάντικες σκοπιμότητες.

Αν ψηφίζει κακούς νόμους, θα έχουμε κακή δικαιοσύνη. Αν η δημοκρατική διαφωνία αντικαθίσταται από βαθείς κοινωνικούς και ιδεολογικούς διχασμούς, αντί της επιβεβλημένης σύνθεσης και συναίνεσης, η απόσταση μεταξύ δικαστικών αντιλήψεων και «κοινού περί δικαίου αίσθημα» θα μεγαλώνει επικινδύνως.

Οι πρόσφατες αποφάσεις σε πρώτο και δεύτερο βαθμό για τη Μάνδρα, η αναμενόμενη εφετειακή απόφαση για το Μάτι εξηγούν και οξύνουν την εκ προοιμίου δυσπιστία για τα Τέμπη.

Οι μόνοι που πράγματι «ωφελούνται» από την κατάσταση όπως διαμορφώνεται, είναι εκείνοι που έτσι κι αλλιώς δεν εμπιστεύονται την «αστική δημοκρατία», το ευρωπαϊκό «κράτος δικαίου» και, τελικά, τους δικαστές.

Η ηγεσία της Δικαιοσύνης, η Βουλή και προφανώς τα κόμματα πρέπει να δούν με σοβαρότητα, αντιλαμβανόμενοι τον επείγοντα χαρακτήρα του, το πρόβλημα ανυποληψίας που συστηματικά αρχικώς καλλιεργούν και εντέχνως αξιοποιούν οι λαϊκιστές από όλες τις μπάντες.

Ένα, μεταξύ άλλων, αλλά σημαντικό ζήτημα, το οποίο πρέπει να τεθεί επιτέλους στη συζήτηση, είναι η επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Το βήμα που έγινε προσφάτως, ώστε η κυβέρνηση να αλλάζει την κεφαλή της Δικαιοσύνης μέσα από κλειστή λίστα, την οποία διαμορφώνουν οι ίδιοι οι δικαστές, μπορεί να συμπληρωθεί από μια απλή αλλά πιο ολιστική μεταρρύθμιση.

Ενώ η διατύπωση της λίστας των υποψηφίων θα είναι μυστική, άρα εκφράζει τη συλλογική γνώμη του δικαστικού πυλώνα του πολιτεύματος, μπορούμε να αφαιρέσουμε την εξουσιοδότηση που σήμερα έχει ο εκτελεστικός βραχίονας και να αναθέσουμε την τελική επιλογή της νέας ηγεσίας στην Προεδρία της Δημοκρατίας.

Καθώς εισερχόμαστε στη συζήτηση για την ανανέωση της εμπιστοσύνης του Κοινοβουλίου στο πρόσωπο της Προεδρίας είναι χρήσιμο να συζητήσουμε τη μεταβίβαση προς τα άνω αυτής της τόσο κρίσιμης για τη Δημοκρατία εξουσιοδότησης.

Σίγουρα θα βοηθήσει στην εμπιστοσύνη που οφείλουμε στη Δικαιοσύνη και εξίσου σίγουρα θα βελτιώσει την αυτοεκτίμηση των λειτουργών της.