Οι δυσαρεστημένοι δεν περιμένουν

Το κράτος ξοδεύει ένα απίθανα μεγάλο ποσό σε επιδόματα. Δεν είμαστε σίγουροι αν πιάνουν τόπο. Απ’ όσο θυμάμαι, στο κατώφλι της φτώχειας μένει, λίγο-πολύ, ο ίδιος αριθμός συνανθρώπων και οικογενειών, πριν και μετά τα επιδόματα. Άρα, μικρό αποτύπωμα. Το σίγουρο που γνωρίζουμε είναι ότι μόνον οι συντάξεις αλλάζουν, όσο αλλάζουν, την οικονομική καχεξία εκείνων που κινούνται χαμηλά και στριμώχνονται στην ακρίβεια. Το μέρος της κοινωνίας μας, που είναι εκτεθειμένο στις κακουχίες, είναι μεγάλο, ιδίως όμως όταν αναλογιστούμε την ανισότητα στην κατανομή όσων χρειάζεται κανείς για να απολαμβάνει τα «αγαθά» της καταναλωτικής κοινωνίας μας.

Το νεότερο στα παραπάνω είναι ότι ολοένα και περισσότερα μέλη της (επίσης ανεξερεύνητης) «μεσαίας τάξης», δυσανασχετούν.

Όσοι εργάζονται, δεν «βγάζουν», εδώ και τρία χρόνια, αρκετά για να στηρίξουν μια ζωή, όμοια με εκείνην στην οποία τους έμαθε η πατρική/μητρική προστασία. Είναι δυσαρεστημένοι.

Όσοι εργάζονται περιστασιακά ή υποχρεώνονται να αλλάζουν κάθε τόσο εργοδότη, παλεύουν με το νέο ισοπεδωτικό κανόνα του κατώτατου μισθού. Είναι δυσαρεστημένοι.

Όσοι δεν βρίσκουν δουλειά, που να τους «ικανοποιεί», εργάζονται τόσο-όσο απαιτεί η συντήρηση του επιδόματος ανεργίας ή, στην επαρχία, μέχρι τα 8.400 του αγροτικού εισοδήματος ή κάποιο άλλο όριο που τους εξασφαλίζει τη συμμετοχή τους στα κονδύλια κοινωνικής αλληλεγγύης. Είναι -και αυτοί- δυσαρεστημένοι.

Για κάθε έναν των τριών ανωτέρω κατηγοριών, αλλά και κάποιων άλλων κοντινών περιπτώσεων, υπάρχουν ένας ή δύο γονείς και, συχνά, κάποιοι φίλοι και συγγενείς που τους «συμπονούν».

Αυτοί είναι ακόμη πιο δυσαρεστημένοι.

Όλοι μαζί δηλώνουν, στις έρευνες, ότι η κυβέρνηση δεν κάνει αρκετά για να ελέγξει την ακρίβεια, ότι η κατάσταση είναι αφόρητη, ότι δεν έχουν εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και, γενικότερα, ότι είναι τόσο πολύ δυσαρεστημένοι, που απογοητεύθηκαν από τους πολιτικούς και το καθεστώς τους.

Κάπως έτσι μαζεύεται ο θυμός. Η δημοκρατική κάλπη, που αντικατέστησε τις ιστορικές αγριότητες, πυρπολήσεις, τρομοκρατικές πράξεις, ακόμη και τα ικριώματα άλλων εποχών, όταν στήνεται σε ακατάλληλη στιγμή, βγάζει διαβόλους. Προηγείται ο άκρατος λαϊκισμός.

Συνέβη τρεις συνεχόμενες φορές το 2015. Συνέβη σε άλλες, μεγάλες και πολύ καλύτερα οργανωμένες χώρες, συνέβη στην Αμερική, αυτή την εβδομάδα και μπορεί να συμβεί (ξανά) στην Ελλάδα.

Αρκεί να βρεθεί το κατάλληλο… ψηφοδέλτιο.

Υπάρχει το παραδοσιακό ΚΚ. Υπάρχει ήδη ο Βελόπουλος. Υπάρχει και η «Ζωή». Υπήρξαν οι χρυσαυγίτες και οι διάδοχοι αυτών, με το «Νίκη» και τους δήθεν «Σπαρτιάτες». Φτιάξαν τώρα, κάποιοι προχειρολόγοι των κύκλων εξουσίας, που έχουν κακή σχέση με την πολιτική λογική, την κυρία Λατινοπούλου. Υπάρχουν και διάφοροι σχηματισμοί στην πλαστελίνη που πλάθεται με την κληρονομιά Τσίπρα.  

Είναι πολλοί. Προφανώς, δεν βρίσκονται στην ίδια πλευρά και γι' αυτό, το πολιτικό κατεστημένο θεωρεί πως μπορεί να κοιμάται… ήσυχο.

Υπάρχει, όμως, κάτι που προφανώς αθροίζεται: τα όσα λένε. Τα συνθήματα, οι «αναλύσεις», οι αναφορές, η εκ μέρους τους υπόδειξη του «εχθρού» και, το χειρότερο, η ομοιότητα των ύβρεων.

Το υπόδειγμα Τραμπ, επειδή έχει πλανητική χροιά, τους δίνει «φτερά».

Υπάρχουν ακόμη αστοί πολιτικοί (αλλά και επιχειρηματίες) που διατηρούν το ρεφλέξ της αυτοσυντήρησης. Που δεν έχουν βαρεθεί να παρακολουθούν τις χαμηλές (και γι αυτό αόρατες) πτήσεις αυτού του διογκούμενου πλήθους των δυσαρεστημένων.

Ας μιλήσουν στον πρωθυπουργό. Ας καθίσουν να σκεφτούν σοβαρά τι συμβαίνει στην κοινωνική βάση. Κι ας αποφασίσουν, ποια είναι τα όρια ανοχής του πολιτεύματος. Κυρίως, όμως, ας δουν τι πρέπει να αλλάξει κι ας το εξηγήσουν. Σε όλους.

Οι πολιτικές μάχες κερδίζονται με παρουσία στο πεδίο και στα χαμηλά. Η συχνή απουσία από το ρινγκ της πολιτικής, η πολιτική των ανακοινώσεων και οι αυτοαναφορικές ανακοινώσεις, προσφέρουν αυτοϊκανοποίηση, στέλνουν, όμως, τους δυσαρεστημένους στην αγκαλιά του νέο-λαϊκισμού. Βιαστικά.