Ήταν καιρός. Στη φετινή ΔΕΘ τα περισσότερα μέτρα αφορούσαν στον κόσμο των μισθωτών.
Όχι, μόνον στις αμοιβές τους, που αποτελούν, προφανώς, τη βάση κάθε συζήτησης, αλλά και της ζωής τους.
Κατά τα λοιπά, ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της ΝΔ δείχνει να κατανοεί καλύτερα από κάθε προηγούμενη χρονιά ότι όσο κι αν έχει δυσαρεστήσει την ευγενή τάξη των ανεξάρτητων μικροεπιχειρηματιών (γιατί αυτό είναι πρακτικά οι «ελεύθεροι επαγγελματίες») με το χαράτσι της ελάχιστης φορολόγησης, αυτοί που εκλογικά μετρούν περισσότερο είναι όσοι δουλεύουν με σχέσεις εξαρτημένης εργασίας.
Ανάμεσά τους βρίσκονται όσοι δέχονται το βάρος της οικογενειακής ακρίβειας. Αυτοί πρώτοι υφίστανται την ταλαιπωρία των συγκοινωνιών, που την απολαμβάνουν οι τσαμπατζήδες (εγχώριοι και «εισαγόμενοι»), της ακριβής παιδείας (για να έχουν τα παιδιά τους ίσες ευκαιρίες με εκείνα των «φοροφυγάδων»), της υγείας στην οποία δεν έχουν αξιοπρεπή πρόσβαση (αν δεν πληρώσουν από την τσέπη τους) και άλλα παρόμοια.
Είναι σημαντικό ότι όταν ζητήθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη να ξεχωρίσει δύο από τους στόχους για τους οποίους θα ελεγχθεί το 2027, πρώτο έβαλε την αύξηση των μισθών.
Επανέλαβε ότι ο μέσος μισθός θα πάει στα 1.500 (μεικτά προφανώς) και ο κατώτατος στα 950 ευρώ και είπε το εξής ρηξικέλευθο:
«Να αυξάνονται οι μισθοί, οι ονομαστικοί μισθοί, πιο γρήγορα από τον πληθωρισμό. Έτσι βελτιώνεται το διαθέσιμο εισόδημα.»
Θα πρόκειται για μεγάλη οικονομική πρωτοτυπία, ικανή να ανατρέψει όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.
Διευκρίνισε βεβαίως ότι αυτό θα συνοδευθεί «από παρεμβάσεις διαρκούς αποκλιμάκωσης των φόρων».
Πλην όμως απουσιάζει ένα βασικό μέτρο, η τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας, για το οποίο επιμένω εδώ και καιρό.
Υπάρχει κάποια σύγχυση στους συλλογισμούς του οικονομικού επιτελείου. Φαίνεται ότι η πασοκική παράδοση έχει εμποτίσει τον αέρα του Μεγάρου Μαξίμου. Πιστεύουν ότι οφείλουν να καθοδηγούν τον ιδιωτικό τομέα.
Δεν μπορούν να επαναλάβουν τον άθλο του Παπανδρέου, όταν με μια πράξη του Απόστολου Κακλαμάνη έστειλε τα μεροκάματα στα ύψη και τον πληθωρισμό στον Θεό. Θέλουν όμως να πετύχουν το αμέσως «καλύτερο».
Όμως, η βελτίωση των αμοιβών για τους μισθωτούς δεν είναι κυβερνητική δουλειά. Ο μνημονιακός νομοθέτης έδωσε βεβαίως στο υπουργείο Εργασίας τον τελευταίο λόγο για τη διατύπωση ισορροπημένων αυξήσεων της κατώτατης αμοιβής -προφανώς μεταξύ συνδικαλιστών της εργοδοσίας και των μισθωτών.
Τη σχετική ρύθμιση την πέρασε η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου. Η τότε «αριστερή» διακυβέρνηση, μέσω του τρίτου μνημονίου, παρέτεινε την απαγόρευση ελεύθερης διαπραγμάτευσης των βασικών κλιμακίων για τις αμοιβές των μισθωτών.
Ήταν, τότε, μια πράξη λογικής. Εξάλλου, επετράπη σε όσους ήθελαν να συνάψουν κλαδικές συμβάσεις να το κάνουν όπως νομίζουν καλύτερα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο ξενοδοχειακός-τουριστικός κλάδος, στον οποίο άλλωστε, βοηθούντος του ισχυρού ρεύματος των τελευταίων ετών, έχουμε και από τις υψηλότερες αυξήσεις αμοιβών.
Η αύξηση των αμοιβών σύμφωνα με τα αδιάσειστα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ (Ιούλιος 2024) ήταν ήδη σημαντική τα τελευταία χρόνια.
Ο Έλλην κατώτατος είναι στην 11η θέση μεταξύ των 22 κρατών της Ένωσης, που έχουν παρόμοιο σύστημα με το δικό μας.
Από το 2019, που δεν είχαμε ακόμη πληθωρισμό, η μέση αμοιβή (μαζί με φόρους και κρατήσεις εργαζομένου) αυξήθηκε κατά 216 ευρώ (+21%) και διαμορφώθηκε σε 1.252 ευρώ.
Μένουν 248 ευρώ μέχρι τα 1.500, πρέπει δηλαδή στα τρία χρόνια να έχουμε αυξήσεις κατά 20% για να πιαστεί ο κυβερνητικός στόχος.
Ο στόχος αυτός έρχεται, όμως, σε σύγκρουση με τη βεβαιότητα που εξέφρασε ο κ. Μητσοτάκης, όταν είπε πως «ο πληθωρισμός πια και στη χώρα μας θα βαίνει μειούμενος» για να υπενθυμίσει ότι στην κεντρική του ομιλία μίλησε «για μία πρόβλεψη σταθεροποίησης του πληθωρισμού γύρω στο 2% (που είναι) και η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.»
Ο μόνος τρόπος για να πετύχει η οικονομία τον μέσο όρο της μέσης αμοιβής όπως επιθυμεί ο πρωθυπουργός, είναι να αυξηθεί ραγδαία το μερίδιο όσων λαμβάνουν αμοιβές πολύ μεγαλύτερες από τον κατώτατο.
Είναι αλήθεια πως, πάντοτε στη βάση των στοιχείων της ΕΡΓΑΝΗ, το 30% των εργαζομένων (όταν πέρυσι ήταν 18%) λαμβάνει αμοιβή μεταξύ 1.001 και 1.500 ευρώ
Ειδικά στον ιδιωτικό τομέα, το ποσοστό των εργαζομένων που λαμβάνει πάνω από 1.000 ευρώ αυξήθηκε στο 46% από 31% το 2019.
Όμως, αυτό δεν είναι αρκετό: πρέπει να αλλάξει ριζοσπαστικά η κατανομή των αμοιβών από όσες επιχειρήσεις πηγαίνουν καλά (αυξάνουν δηλαδή τα κέρδη τους ταχύτερα από τον πληθωρισμό) και είναι σε θέση να ανταμείβουν πολύ καλύτερα τους εργαζομένους τους.
Για να συμβεί αυτό θα χρειαστεί να βάλουν τα πασοκικά πρότυπα διευθυντηρίου, κρατισμού και επιδομάτων στο χρονοντούλαπο της «ιστορίας».