Ούτε καταστροφή, ούτε σωτηρία

To «καλό» σενάριο είναι ότι ο Ντόναλντ Τραμπ, μετά την εκλογή του, που, αυτή τη στιγμή, δύο ημέρες πριν κλείσουν οι κάλπες, συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες, δε θα κάνει σχεδόν τίποτε από όσα απειλεί από άμβωνος σε εξέδρα και από τηλεοπτική εμφάνιση σε παρεϊκές συζητήσεις.

Το καλό, χωρίς εισαγωγικά, σενάριο είναι ότι οι Αμερικανοί που θα προτιμήσουν την Κάμαλα Χάρις δεν θα το έχουν κάνει μόνον επειδή θα έχουν τρομοκρατηθεί από τις ακραίες ασυναρτησίες του αντιπάλου της.

Είναι άλλωστε ο Τραμπ όσο επικίνδυνος περιγράφεται από (παλιούς) «φίλους» και «σημερινούς» εχθρούς; Δεν είμαι σίγουρος! Κάτι βλέπουν τόσοι πολλοί οπαδοί του. Κάτι που δεν το βλέπουν στην κορυφή των Δημοκρατικών. Κάτι υπάρχει που στέλνει τους «ήσυχους» Αμερικανούς πολίτες στα άκρα όπου σπεύδει να τους συναντήσει και τους χαϊδέψει ο υποψήφιος των διχασμένων ρεπουμπλικάνων.

Σκεφθείτε, όπως έκανε ο Economist: «Τα μισά πρώην μέλη του υπουργικού συμβουλίου του, αρνήθηκαν να τον υποστηρίξουν. Ο πιο υψηλόβαθμος Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής τον περιγράφει ως «ποταπό άνθρωπο». Τόσο ο πρώην αρχηγός του επιτελείου του όσο και ο πρώην επικεφαλής του γενικού επιτελείου τον αποκαλούν φασίστα.»

Όταν ήταν πρόεδρος εξέτασε, μάλλον στα σοβαρά, να βομβαρδίσει τις φάμπρικες ναρκωτικών στο Μεξικό. Δεν τον άφησαν οι συνεργάτες του, αλλά, για τις οικογένειες που χάνουν τα παιδιά τους στα ναρκωτικά δεν ήταν μια τόσο κακή ιδέα.

Τώρα λέει ότι θα βάλει τελεωνειακούς φόρους 200% ίσως και 500% στα αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στο Μεξικό. Περίεργο, αφού ο μέγας ανταγωνισμός, όπως αποδεικνύει η κατάντια της VW, βρίσκεται μέσα στην ίδια την Κίνα.

Από την άλλη, οι εργάτες των κεντρικών πολιτειών της «σιδηρόσκονης» που χάνουν, χρόνια τώρα τις αγαπημένες τους δουλειές, δεν το βλέπουν με κακό μάτι, τουλάχιστον όχι τόσο κακό όσο η ματιά που ρίχνουν στους μετανάστες μέσα στις πόλεις της αχανούς αμερικάνικης επαρχίας.

Αυτούς, τους παράτυπους μετανάστες, που θέλει κατά εκατομμύρια να ξαποστείλει βίαια στις πατρίδες τους, λες κι εκείνες τους θέλουν πίσω, λες και δεν θα λείψουν στις εύπορες «καθαρές» αμερικανικές οικογένειες, που τους έχουν στα σπίτια ή στις δουλειές τους και καθόλου δεν θέλουν να τους απαγάγει ο στρατός.

Η αμερικανική πολιτική σκηνή έχει αφήσει πολύ πίσω τα πιο ευφάνταστα σενάρια των έξοχων χολιγουντιανών writers.

Ο κύριος -και πολύ σεβαστός- λόγος για τον οποίο ο Τραμπ έχει τόσους πολλούς οπαδούς, δεν είναι ότι οι Αμερικανοί μολύνθηκαν από ακραία δεξιές εικασίες, μύθους ή «απόψεις».

Είναι ότι οι Δημοκρατικοί κατάντησαν να αντιπροσωπεύουν περισσότερο τις ελίτ, τους πολύ εύπορους, τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, με δύο λόγια: το κατεστημένο.

Η οικονομία όπως πάντα, που θα έλεγε κι ο Κλίντον, θα κρίνει το αποτέλεσμα. Ποια οικονομία όμως; Όχι τα μακροοικονομικά μεγέθη. Ούτε τα βαριά νούμερα της Στατιστικής. Αλλά η μικροοικονομία του νοικοκυριού και των μικρών επιχειρήσεων. Αυτοί βλέπουν το έδαφος να φεύγει κάτω από τα πόδια τους και κοιτούν προς Τραμπ.

Ακούγεται -και είναι- παράδοξο, γιατί η μεγάλη εικόνα δείχνει ότι άλλα. Γράφει, για παράδειγμα, η τελευταία (2024) έκθεση του ΟΟΣΑ για τις ΗΠΑ: «Η αύξηση των ονομαστικών μισθών ήταν ιδιαίτερα ισχυρή για τα άτομα χαμηλού εισοδήματος, συμβάλλοντας στη μείωση του υψηλού επιπέδου ανισότητας των αποδοχών. Οι πιέσεις στις τιμές μετριάστηκαν με τον αποπληθωρισμό των τιμών των αγαθών και της ενέργειας. Ωστόσο, ο πληθωρισμός των υπηρεσιών παραμένει αυξημένος, κυρίως λόγω της στέγασης.»

Όχι και τόσο χάλια. Όμως, τα δημόσια αγαθά (παιδεία, κλινικές και προγράμματα υγείας, δημόσιοι χώροι και υποδομές) εγγυητές των οποίων ήσαν κάποτε οι Δημοκρατικοί και τα οποία εξαρτώνται κυρίως από τις Πολιτείες και τους Δήμους, κινδυνεύουν στα μάτια των λευκών. Ιδίως όμως των παλιών μεταναστών που εδώ και καιρό έγιναν υπερήφανοι πολίτες των ΗΠΑ, αφού προηγουμένως δούλεψαν σκληρά για να ανέβουν πολλά σκαλοπάτια στην αμερικανική κοινωνία και τώρα βλέπουν πόσο μεγάλωσαν τα σκαλοπάτια για τα παιδιά τους.

Μας νοιάζει όμως, τελικά, εμάς στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, ποιος τελικά θα εκλεγεί; Όχι τόσο όσο νομίζουμε. Πλην όμως δεν είμαστε προετοιμασμένοι να χωριστεί ο Ατλαντικός στα δύο για να περάσει στεγνός ο απομονωτισμός και ο διχασμός της Δύσης, όπως τον ευαγγελίζεται ο Τραμπ.

Η Ευρώπη βρίσκεται σε μια από τις «χειρότερες» στιγμές της. Η Ένωση προχωρά σε μια νέα τετραετία χωρίς γερή ηγεσία. Η Γαλλία είναι «ακέφαλη» και αντιμέτωπη με τεράστια κρατικά ελλείμματα. Η Γερμανία είναι πολυκέφαλη και με τεράστια παραγωγικά προβλήματα. Η Βρετανία μας εγκατέλειψε και παλεύει μόνη της. Ο Πούτιν, όταν θα έχει διαμελίσει την Ουκρανία, θα είναι μια ανοικτή απειλή για τη νατοϊκή και «αμερικανική» Ευρώπη.

Τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα; Σίγουρα να κρατήσει τις αποστάσεις μας από την αμερικανική εκλογική διαμάχη, όπως σοφά επέλεξε ο Μητσοτάκης. Ακόμη πιο σίγουρα όμως να εκμεταλλευτεί τις περιστάσεις, όσο αυτό είναι δυνατό.

Αν έρθει η μεγάλη αναταραχή που θα φέρει στον Κόσμο, άρα και στη γεωπολιτική περιοχή μας, η επάνοδος Τραμπ, θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να κερδίσουμε από αυτήν.

Αν τελικά κερδίσει ο κατευνασμός των Δημοκρατικών, θα πρέπει να απαιτήσουμε το αντίτιμο του προβλέψιμου συμμάχου.

Και τα δύο θα εξαρτηθούν από το κατά πόσον θα υπάρξει στα καθ’ υμάς αρραγές μέτωπο στα μεγάλα θέματα της γεωπολιτικής διπλωματίας και στρατηγικής. Δύσκολο, αλλά όχι υποχρεωτικώς ακατόρθωτο.

Από την άποψη αυτή, πρέπει να δούμε τις αμερικανικές εκλογές ως ευκαιρία. Οχι ως «καταστροφή», ούτε ως «σωτήρια διάσωση».