Αν δεν είχαμε «επικριτές-πρώην» θα έπρεπε να τους εφεύρουμε. Σωστό; Όχι ακριβώς.
Βεβαίως, στην Ελλάδα, όπως σε όλες τις χώρες στις οποίες οι κυβερνήσεις είναι δημοκρατικά ελεγχόμενες, όσοι έχουν αντιρρήσεις, τις εκφράζουν ελευθέρως. Δεν θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι αυτός ο απλός κανόνας αφορά αποκλειστικά τους αντιπολιτευόμενους και θα πρέπει να περιορίζεται στους εκτός του κόμματος που κυβερνά. Κάθε άλλο.
Γι' αυτό και συμφώνησα αυθορμήτως, αρχικώς, με την υπεράσπιση του ως άνω κανόνα εκ μέρους του κ. Καραμανλή στην προχθεσινή ομιλία του. Ο πρώην πρωθυπουργός υπερασπίστηκε όσους παραμένουν καχύποπτοι στις πρωτοβουλίες που ήδη αναλαμβάνει η ελληνική κυβέρνηση μαζί με την τουρκική κυβέρνηση.
Η επίμονη ανάδειξη «προβληματισμών» για τις προοπτικές του νέου κύκλου συζητήσεων με την Τουρκία «στην ουσία ενισχύει τις πάγιες εθνικές μας θέσεις, ιδίως όταν εκφράζονται από υπεύθυνα χείλη, σημείωσε ο κ. Καραμανλής. Είναι λάθος, συνέχισε, να αντιμετωπίζονται ως επικριτικές, εφόσον μάλιστα η χώρα παραμένει προσηλωμένη στην εθνική γραμμή».
Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προτού γίνει πρόεδρος της παράταξης και πρωθυπουργός της χώρας, είχε διατυπώσει διαφορετικές απόψεις σε σειρά κρίσιμων θεμάτων. Άλλοτε ανοικτά, ακόμη και με την άρνηση της ψήφου του κατά την ανάδειξη του κ. Παυλόπουλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας και συχνότερα με τις συζητήσεις που καλλιεργούσε στον ευρύτερο πολιτικό του περίγυρο.
Αν δεν το είχε κάνει, οι πιθανότητές του να επιλεγεί στην προεδρία του κόμματος της ΝΔ θα ήσαν περιορισμένες.
Από την άλλη όμως, οι συνεχείς «παρατηρήσεις», οι επαναλαμβανόμενοι «προβληματισμοί» και, ιδίως, οι σεσημασμένοι «χαρακτηρισμοί» εκ μέρους της τάξεως των πρώην προέδρων και πρωθυπουργών της δεξιάς παράταξης δεν υπηρετούν, όχι τουλάχιστον όπως το σκέφτεται ο κ. Καραμανλής την κυβερνητική προσπάθεια.
Για τον απλό λόγο ότι δεν ελέγχουν τον τουρκικό αναθεωρητισμό υπό το φως των αρχών που διέπουν την κοινότητα των κρατών στην οποία εμείς ανήκουμε ενώ η άλλη πλευρά μένει με το ένα (τουλάχιστον) πόδι απέξω. Ούτε επικρίνουν την Άγκυρα που απειλεί να καταπατήσει τους «κανόνες ειρήνης» τους οποίους από κοινού έχουν αποδεχθεί τα δύο συμμαχικά κράτη. Ούτε καν επί της εκλογικευμένης βάσης των μακρόπνοων συμφερόντων της Ελλάδος.
Ούτε όμως –και αυτό είναι ιδιαιτέρως σοβαρό– φροντίζουν, έστω δια της τεθλασμένης, να υποστηρίξουν εν τέλει τη δύσκολη δουλειά, που έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας ο υπουργός Εξωτερικών Γεραπετρίτης.
Άρα, δεν πρόκειται για «προβληματισμούς και ανησυχίες» περί των εθνικών, όταν υποστηρίζουν απόψεις «εύλογες και υπαρκτές» οι οποίες –δήθεν– δημιουργούνται από την «επιθετικότητα και τον αυξανόμενο αναθεωρητισμό της Τουρκίας».
Μάλλον πρόκειται για καθαρό εσωτερικό πολιτικό παίγνιο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο όμως, οι κκ. Καραμανλής και Σαμαράς, επειδή είναι αυτοί που είναι, δεν διευκολύνουν ούτε την ανοικτή δημοκρατική συζήτηση μέσα στο κόμμα τους, ούτε όμως και στην κοινωνία. Αν αυτός είναι ο σκοπός τους γνωρίζουν πολύ καλά ότι οφείλουν να απευθύνονται στον Ερντογάν, στους Αμερικάνους, στον Πούτιν, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στα άλλα γειτονικά μας κράτη.
Προφανώς αντιλαμβάνονται ότι τα βέλη που εκτοξεύουν προς το μέγαρο Ανδρέα Συγγρού, προτού καλά-καλά στρωθεί το διπλωματικό τραπέζι, θυμίζουν περισσότερο την ασύγκριτη τέχνη των ιππέων της αρχαίας Παρθίας, που κατάκτησαν οι Σελτζούκοι για να φτάσουν στο Μαντζικέρτ.