Είμαστε όλες και όλοι ανήσυχοι με τις επιπτώσεις της «ακρίβειας» στη ζωή μας. Ανάλογα με την έρευνα κοινής γνώμης, 6 μέχρι και 8 στους 10 από εμάς, τοποθετούμε την ακρίβεια στην κορυφή των ανησυχιών μας. Λογικό και αναμενόμενο.
Ο πληθωρισμός, που ξεκίνησε να εκδηλώνεται το φθινόπωρο του 2021 και θα κλείσει συντόμως σχεδόν τριάντα συνεχόμενους μήνες, τρέχει με μέσο ρυθμό 6%. Βεβαίως τώρα τελευταία κινείται λίγο ταχύτερα από 3% και μέχρι το τέλος του 2024 θα έχει πέσει κάτω από αυτό το σημαντικό, ακόμη και για ψυχολογικούς λόγους, όριο.
Άφησε όμως πίσω του την «πληγή» της ακρίβειας. Κυρίως γιατί δημιουργήθηκε ένα «κενό» μεταξύ του επιπέδου τιμών και εισοδημάτων. Πάντα συμβαίνει αυτό. Τα εισοδήματα προσαρμόζονται στις νέες τιμές με πιο αργό ρυθμό. Κυρίως τα εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων, γιατί επαγγελματίες και έμποροι έχουν άλλα περιθώρια προσαρμογής. Αλλά και μεταξύ των μισθωτών δυσκολότερα προσαρμόζονται τα εισοδήματα των νεότερων και όσων ασχολούνται σε δουλειές που δεν «πληρώνουν καλά» και δεν ακουμπάνε στη μαύρη οικονομία.
Το σημερινό όμως ερώτημα είναι διαφορετικό. Πόσο πρέπει να αυξηθούν οι αμοιβές για να σβήσει η ακρίβεια; Αν, για παράδειγμα, οι αυξήσεις που θα γίνουν μέσα στον Μάρτιο στα κατώτατα όρια αμοιβής είναι μεγαλύτερες από τον κατά μέσο όρο πληθωρισμό, δηλαδή αυξήσεις γύρω στο 4%, θα εξαφανιστεί η ακρίβεια; Και, ταυτόχρονα, θα σβήσει η πραγματική δυσαρέσκεια;
Είναι σχεδόν σίγουρο πως αυτό δεν θα συμβεί σε μια τέτοια προοπτική. Ο κύριος λόγος είναι ότι τα περισσότερα νοικοκυριά μετρούν πλέον την ακρίβεια κυρίως με το κόστος ενέργειας και τροφίμων καθώς και μερικών ακόμη αγαθών και υπηρεσιών που αφορούν στην καθημερινότητα. Στην ίδια μακρά περίοδο των τριάντα μηνών, ο μέσος όρος αύξησης του κόστους διατροφής ήταν λίγο μεγαλύτερος από 10%. Όμως, τους τελευταίους 24 μήνες, όπως και τους πρόσφατους 12 μήνες, ήταν κοντά στο 12%. Ανάλογα με τις συνήθειες καθενός και τη δυσκολία προσαρμογής του, η αύξηση μπορεί να φθάνει μέχρι και το 18%.
Παρόμοια αύξηση των εισοδημάτων είναι απίθανο να συμβεί, ενώ είναι αδύνατον να επιβληθεί με πολιτική παρέμβαση. Θα σήμαινε ότι το καθαρό βασικό μηνιάτικο, θα έπρεπε να πάει μεταξύ 740-790 ευρώ το μήνα. Είναι πολύ πιθανότερο να αυξηθεί μέχρι τα 700 ευρώ, που θα είναι, και πάλι, όπως πέρυσι, αρκετά πάνω από τον μέσο πληθωρισμό.
Κάποιοι πολιτικοί το υπόσχονται. Αλλά, ακόμη και ο Κουτσούμπας του ΚΚ, για 850 μεικτά (720 καθαρά) μιλούσε πέρυσι, που προφανώς καμία σχέση δεν έχουν με τα 1.700 μεικτά (1.300 καθαρά) που ζητούσε η προκάτοχός του Αλέκα Παπαρήγα το …μακρινό 2007.
Όμως, ακόμη και μια πολύ μεγάλη αύξηση των μισθών, είναι αμφίβολο ότι θα κάμψει τη δυσαρέσκεια που προκαλεί η ακρίβεια. Σε κανέναν δεν διαφεύγει ότι αν, όπως ισχυρίζονται πολλοί, μάλλον εκ του προχείρου κατά την γνώμη μου, ο πληθωρισμός οφείλεται μόνον σε «κερδοσκοπία» και άλλα φαινόμενα κάποιου «πληθωρισμού της απληστίας», μια αύξηση του κόστους εργασίας ανάλογη της ακρίβειας των τροφίμων, είναι σίγουρο ότι θα περάσει αυτούσια, πρακτικά, στις τιμές. Φαύλος κύκλος, πληθωριστικός και αδιέξοδος.
Εξίσου αδιέξοδη είναι και η πολιτική εκμετάλλευση της εντελώς πραγματικής και ρεαλιστικής δυσαρέσκειας για την ακρίβεια. Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι μια ουσιαστική αναδιαπραγμάτευση της σχέσης μισθών και κρατήσεων. Με άλλα λόγια μια πλήρη επανεξέταση της φορολογίας των μισθωτών.
Στη μεσοπρόθεσμη προοπτική, αυτό που χρειάζεται η χώρα και εμείς όλοι, είναι ένα νέο σύμφωνο μεταξύ εργοδοσίας, συνδικάτων και πολιτείας. Ένα σύμφωνο, που θα στηρίζει την καλή πορεία της οικονομίας, θα στηρίζεται σε μετρήσιμη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Ένα νέο παρόμοιο πλαίσιο, ικανό να διευθετήσει οριστικά τις μνημονιακές και μεταμνημονιακές ανωμαλίες θα δημιουργούσε θετικές άμυνες των νοικοκυριών απέναντι στην ακρίβεια. Πρόκειται για ρεαλιστική διέξοδο, που αξίζει να έρθει στο κέντρο της πολιτικής σκηνής.