Η απάντηση στο ερώτημα, αν μείνουμε στο τυπικό, είναι απλή: «Όλοι όσοι δεν τον ψήφισαν». Αλλά τελικά, η απάντηση αυτή δεν είναι και τόσο απλή. Είναι πολλοί λιγότεροι όσοι επιθυμούν την πτώση Μητσοτάκη εν μέσω άναρχης και αποδομητικής συγκυρίας. Είναι πολλοί περισσότεροι εκείνοι που αντιλαμβάνονται ότι η σημερινή κυβέρνηση τοποθετείται επαρκώς άνω του ελάχιστου κοινού παρανομαστή σταθερότητας.
Όμως - και αυτό δεν έχει αλλάξει τα πολλά τελευταία χρόνια - υπάρχουν πάντοτε οι κάποιοι, λιγοστοί, μερικές φορές δεν είναι περισσότεροι από έναν άντε δύο, αλλά σίγουρα πολύ ισχυροί παράγοντες που θέτουν το προσωπικό τους γινάτι πάνω από το συλλογικό, δηλαδή όλων ημών των υπολοίπων, συμφέρον.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης, σοφός ή άριστος γνώστης των παρασκηνίων για να καταλαβαίνει ότι σίγουρα αυτό συμβαίνει: Κάποιοι θέλουν να ρίξουν τον Μητσοτάκη.
Θα τα καταφέρουν; Είναι εξίσου πιθανόν να τα καταφέρουν με την πιθανότητα να σκουντουφλήσουν. Σε κάθε περίπτωση, η βοή επ’ αφορμή την τραγωδία στα Τέμπη, δείχνει ότι στο πεδίο σκάνε συνεχείς δοκιμαστικές βολές. Το επισήμανε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός όταν, στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο, είπε ότι η κυβέρνηση «θα περάσει μερικούς μήνες, δύσκολους».
Και μετά; Εξαρτάται από τη ζημιά που θα έχει γίνει μέχρις ότου έρθει, αν έρθει, εκείνη η στιγμή που τα Τέμπη θα δώσουν τη θέση τους σε κάποια άλλα σοβαρά θέματα. Υπάρχει όμως κάτι πιο σοβαρό από την τιμωρία του εγκλήματος;
Η αυθόρμητη απάντηση είναι αρνητική. Μιλάμε για ανθρώπους που χάθηκαν. Τι άλλο μπορεί να είναι σοβαρότερο από αυτό; Τίποτε!
Πλην όμως η ζωή έχει απαιτήσεις σκληρές. Αν διστάσουμε επί μακρόν να δώσουμε την απαιτούμενη σημασία σε όσα τρέχουν δίπλα μας και πάνω από την κεφαλή μας, θα μετατραπούν όλα αυτά και ίσως και άλλα πολλά, σε ισάριθμες απειλές.
Κάπως έτσι δεν παρακολουθούσαμε τι γινόταν με τους σιδηροδρόμους - και ακόμη λιγότερο από εμάς τα ίδια τα κόμματα - με αποτέλεσμα να ξυπνήσουμε με αυτή τη λίθινη τραγωδία στο κεφάλι μας. Καθόλου τυχαία, η σύμβαση 717, που ήταν η τελευταία ευκαιρία που μας έδωσαν τα ευρωπαϊκά όργανα να φτιάξουμε μια ρημάδα γραμμή που θα δούλευε σωστά, δεν απασχόλησε παρά μόνον λίγους: Τον εκάστοτε υπουργό και υφυπουργό, τις διοικήσεις ΟΣΕ και Hellenic Train, τα εργατικά σωματεία και την αρμόδια διεύθυνση της Κομισιόν.
Η εκμετάλλευση όμως όλων αυτών των πραγματικών γεγονότων, από εκείνον ή εκείνους που θέλουν να πέσει ο Μητσοτάκης, δεν γίνεται επειδή έγιναν προφανέστατα λάθη τακτικής και ουσίας από την κυβερνητική πλευρά. Όσοι πελεκάνε τον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας το κάνουν γιατί «δεν τον θέλουν πια».
Οι δεσμοί συνεννόησης, που πάντοτε πρέπει να συντηρούνται, μεταξύ «κύκλων εξουσίας» έχουν διαρραγεί. Ένας κάποιος «επόμενος» πρωθυπουργός θα χρωστά πολλά σε όποιον ή όποιους θα έχουν βάλει το χεράκι τους για να πάρει τη θέση του Μητσοτάκη. Ιδίως στην κατάσταση που βρίσκεται η αντιπολίτευση. Γιατί, από μόνη της αυτή, είναι αδύνατον να τον κερδίσει. Ακόμη και αν ο Κυριάκος το παλεύει με το ένα χέρι στην πλάτη.
Είναι δύσκολο όμως να μείνουν κρυφές για πολύ, παρόμοιες καταστάσεις. Ειδικά επειδή τα του δυστυχήματος διολισθαίνουν σε περίπλοκες τεχνικές επιπλοκές. Αντιθέτως, η πολιτική κόντρα γίνεται συνεχώς πιο διαφανής, αφού όσοι θέλουν να ρίξουν τον Μητσοτάκη, όλο και κάτι πιο κραυγαλέο πρέπει να κάνουν για να το επιτύχουν.