Ακούς συνεχώς ότι κάτι πρέπει να κάνει η κυβέρνηση για να πέσουν οι τιμές. Δικαιολογημένα σε μια χώρα που ακόμη πιστεύουν οι περισσότεροι ότι όλα περνούν από το χέρι της εξουσίας. Όταν ρωτήσεις «τι πρέπει να κάνει», οι απαντήσεις είναι: «να πατάξει όσους αισχροκερδούν», όσους «κλέβουν τον καταναλωτή-εργαζόμενο», «να διαλύσει τα μονοπώλια» και όσους «μεγαλώνουν τα κέρδη τους» και, μη το ξεχνούμε, «να μειώσει τον ΦΠΑ». Αν δεν το κάνει, είναι γιατί η κυβέρνηση τάσσεται με τα συμφέροντα των μεγάλων και κακών. Ενώ οι επικριτές μιλούν με την άνεση εκείνου που δεν πρόκειται να κληθεί να εφαρμόσει τις διακηρύξεις του.
Αν ήταν θέμα κάποιων «καλών» πολιτικών ή ενός κόμματος «των εργαζομένων», προφανώς ο λαός θα τους είχε βάλει στο τιμόνι της διακυβέρνησης, οι τιμές θα είχαν πέσει, οι κακοί θα ήσαν στη φυλακή και όλα καλά.
Δυστυχώς, αλλά η πραγματική πραγματικότητα μας τα λέει διαφορετικά.
Υπάρχουν βεβαίως τιμές που πέφτουν. Όλοι γνωρίζουν ότι τα ηλεκτρονικά προϊόντα, με τα φθηνότατα τρανζίστορ είδαν ιστορικά τις τιμές τους να μειώνονται εντυπωσιακά. Το ίδιο συμβαίνει σε ολόκληρο τον ψηφιακό κόσμο.
Στα τρόφιμα είναι πιο δύσκολο, αλλά συμβαίνει όταν η παραγωγή είναι άφθονη και όλα πάνε κατ’ ευχήν. Κατά κανόνα, όμως, άλλων, η τιμή μειώνεται, άλλων μεγαλώνει και άλλων ανεβοκατεβαίνει.
Ιστορικά, μετά από μακρά περίοδο μειώσεων, λόγω επαναστατικών μεθόδων παραγωγής τους, οι τιμές των τροφίμων ανεβαίνουν. Ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα τρόφιμα ακριβαίνουν για τον απλό λόγο ότι οι χώρες του τρίτου κόσμου «ξύπνησαν», μπήκαν στις χρηματιστηριακές αγορές βασικών προϊόντων, διαθέτουν οργανωμένες εταιρείες συγκομιδής, τυποποίησης και εμπορίας.
Ακόμη πιο ειδικά, τα τρόφιμα ακριβαίνουν γιατί τεράστιοι πληθυσμοί που πωλούσαν στα πλούσια κράτη ό,τι καλύτερο είχαν, προκειμένου να αγοράσουν τα βιομηχανικά προϊόντα των πλουσίων χωρών, αποκτούν βιομηχανίες και, κυρίως, διαθέτουν πλέον εισόδημα που οπλίζει τους πολίτες αυτών των χωρών να καταναλώνουν οι ίδιοι ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα των «καλών» τροφίμων.
Λογικά, αυτή η εξέλιξη θα έπρεπε να κάνει τους (δήθεν) προοδευτικούς ανθρώπους χαρούμενους. Δύσκολο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί και να το καταλάβουν κάποτε.
Ο άλλος, πολυσυζητημένος τον τελευταίο καιρό, παράγοντας των αυξήσεων που παρατηρούνται είναι, η λεγόμενη κλιματική αλλαγή. Στην πράξη πρόκειται για κακές σοδειές και, ακόμη χειρότερα, για καταστροφές. Προφανώς, οι κοινωνίες δεν μπορούν να μειώσουν αντιστοίχως και άμεσα την κατανάλωσή τους, ενώ οι τιμές προσαρμόζονται ταχύτατα.
Ας επιστρέψουμε όμως στο καθαυτό οικονομολογικό θέμα της απόλυτης μείωσης του επιπέδου των τιμών.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο, υπάρχει ένας απαράβατος όρος. Να φύγουμε από το πεδίο του πληθωρισμού και να περάσουμε σε περίοδο βίαιου αποπληθωρισμού.
Προϋπόθεση για να συμβεί αυτό το τελευταίο είναι να μπούμε σε καθεστώς ύφεσης. Της παραγωγής, εννοείται, αλλά τελικά και των εισοδημάτων. Με άλλα λόγια, αυτό που ζητούν οι καλοθελητές είναι να ξεσπάσει κάποια μικρότερη ή μεγαλύτερη κρίση.
Σοφά οι αγγλοσάξονες και άλλοι χρήστες της λατινικής ρίζας των λέξεων, διαχωρίζουν δύο καταστάσεις, τον αποπληθωρισμό και το «ξεφούσκωμα» των τιμών. Το πρώτο συμβαίνει όταν ο ρυθμός αύξησης των τιμών, δηλαδή ο πληθωρισμός μειώνεται σταδιακά, όπως συμβαίνει τον τελευταίο χρόνο.
Αυτό που ζητούν οι καλοθελητές είναι να επιστρέψουν οι τιμές στο επίπεδο που βρισκόντουσαν προτού ξεκινήσει ο πληθωρισμός. Αυτό είναι δυσκολότερο και, πρακτικά, στις πλείστες των περιπτώσεων είναι πρακτικώς αδύνατο. Υπό κάποιες προϋποθέσεις, μπορεί να είναι και καταστροφικό για την οικονομία και, τελικά, για τους εργαζομένους.
Εδώ και πάρα πολλά χρόνια, γνωρίζουμε ότι οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών σε περίοδο πληθωρισμού αποσκοπούν, καθιστώντας ακριβότερο το χρήμα, δηλαδή με την αύξηση των επιτοκίων, να περιορίσουν την (ενεργό) ζήτηση, ώστε να περιοριστεί η κατανάλωση και οι παραγωγοί-έμποροι να περιορίσουν τη ροπή προς αύξηση των περιθωρίων τους. Βεβαίως, άλλο εμπορικό περιθώριο κέρδους, άλλο κερδοσκοπία και άλλο αισχροκέρδεια. Μόνον που τα δύο τελευταία υπάρχουν «μια χαρά» και σε περιόδους αποπληθωρισμού και ακόμη χειρότερα σε περιόδους ύφεσης.
Το κρίσιμο σε όλη αυτή την ιστορία είναι να αυξάνεται η τιμή των προϊόντων που εμείς δημιουργούμε και τα οποία εμείς πουλάμε στους άλλους. Παράλληλα με την άνοδο των τιμών όσων αγοράζουμε από τους άλλους ή, ακόμη καλύτερα, ταχύτερα από εκείνα. Κυρίως, μάλιστα, να αυξάνεται η τιμή της εργασίας, δηλαδή το εισόδημα καθενός, τόσο όσο να μένει σταθερή η σχετική τιμή των προϊόντων. Αυτό δηλαδή που «κρύβεται» μέσα στην έννοια της αγοραστικής δύναμης.
Για να συμβεί αυτό, υπάρχει ένας και μόνον τρόπος. Να αυξάνουμε την παραγωγικότητα της εργασίας και του κεφαλαίου και, ταυτόχρονα, να βελτιώνουμε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων μας. Αυτή είναι η νέα/παλαιά μάχη μεταξύ των εθνών και αυτή πρέπει να κερδίζουμε.
Η Ελλάδα, σε αυτόν τον ανταγωνισμό, έχει μείνει, πολλά χρόνια τώρα, πίσω. Όσο αυτό θα συνεχίζεται, τόσο θα μειονεκτούμε.
Από αυτή την κατάσταση, καμία κυβέρνηση και κανένα κόμμα δεν πρόκειται να μας βγάλουν. Μόνον όσοι, πολιτικοί, εργαζόμενοι, επιχειρηματίες και συνδικάτα βάζουν το χεράκι τους για να βελτιώνεται η εθνική παραγωγικότητα μπορούν να ισχυρίζονται ότι κάνουν αυτό που χρειάζεται για να «πέφτουν» οι τιμές.
Το καλύτερο τελικά μέσον για να πέσουν οι τιμές, είναι να πιάνουν τα δικά μας προϊόντα καλύτερες τιμές και η δική μας εργασία να αξίζει ακριβότερα από των άλλων. Όλα τα άλλα είναι ψεύτικα λόγια. Και δεν είναι καθόλου μεγάλα.