Πώς πέφτουν οι τιμές όταν δεν υπάρχουν αυξήσεις κόστους για να τις ανεβάζουν; Μόνον ένας τρόπος υπάρχει και αυτός είναι η μείωση της κατανάλωσης.
Πώς όμως μειώνεται η κατανάλωση; Με δύο τρόπους. Ο ένας είναι η υστέρηση της αγοραστικής δύναμης. Επώδυνο. Ο άλλος είναι αλλαγές στα πρότυπα και τις συνήθειες του καταναλωτή. Προτιμητέο.
Απώλεια αγοραστικής δύναμης μπορεί να προκύψει είτε από στασιμότητα των αμοιβών έναντι του πληθωρισμού, είτε από μείωση της απασχόλησης. Ενίοτε και από καθαρή υποχώρηση αμοιβών, συνήθως όμως αυτό χρειάζεται διοικητικές αποφάσεις όπως έγινε με το δημόσιο και τις συντάξεις το 2011-12.
Η απασχόληση όμως αυξήθηκε και οι αμοιβές βελτιώθηκαν. Λίγο το 2022, περισσότερο το 2023, ακόμη καλύτερα το 2024 και ακόμη περισσότερο το 2025. Λογικό. Η οικονομία, αφού σταθεροποιήθηκε το 2022, πάει και θα πηγαίνει καλύτερα για την τριετία 2023-2025. Μετά βλέπουμε…
Γυρνάμε λοιπόν στις αλλαγές που κάνει ο καταναλωτής. Ένα πολύ χρήσιμο παράδειγμα είναι το ελαιόλαδο. Όπως έδειξε μια (ακόμη) χρησιμότατη έρευνα του ΙΕΛΚΑ, η εγχώρια δαπάνη για ελαιόλαδο ήταν το 2023 αυξημένη κατά 7% έναντι του 2009, δηλαδή πριν τη μεγάλη κρίση, ενώ το 2023 έναντι του προηγούμενου έτους η δαπάνη αυξήθηκε κατά 28%.
Είναι προφανές ότι λόγω της υψηλής τιμής η οποία προέκυψε από δύο απανωτές κακές εσοδείες, οι καταναλωτές κράτησαν το «λαδάκι» στη σαλάτα και το περιόρισαν, λίγο, στο μαγείρεμα. Ενώ η χρήση του ελαιόλαδου στις μεσογειακές χώρες μειώνεται, η αύξηση της ζήτησής του παγκοσμίως, κρατά ψηλά τις τιμές. Άρα, ότι πετυχαίνουν οι παραγωγοί στις εξαγωγές, το «χάνουν» οι καταναλωτές στο ράφι και στον «τενεκέ».
Με αποτέλεσμα, ακόμη και τον προηγούμενο μήνα Σεπτέμβριο η ετήσια αύξηση στην τιμή του ελαιόλαδου να συνεχίζεται, σχεδόν κατά 40% μέσα στον χρόνο και κατά 70% έναντι του Δεκεμβρίου 2022. Πλην όμως, έναντι του επιπέδου στο οποίο έκλεισε ο περυσινός Δεκέμβριος η ακρίβεια του ελαιόλαδου συνεχίζεται επί τα χείρω αν και με κάποια επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης: μόλις 6%. Μόνον αν η σοδειά είναι καλύτερη εφέτος, όπως δείχνουν σήμερα τα λιόδεντρα, θα υπάρξει μετρήσιμη για το πορτοφόλι μείωση της τιμής. Επομένως, η μείωση της κατανάλωσης βοηθά τη συγκράτηση των τιμών, χωρίς όμως να τις προσδιορίζει.
Το ίδιο, σε διαφορετικό βαθμό ανάλογα με τη συγκεκριμένη δαπάνη, συμβαίνει με το σφίξιμο του καταναλωτή και τη μετακίνησή του προς άλλα, ομοειδή ή εναλλακτικά προϊόντα. Είναι η μόνη αλλαγή που μπορεί να συγκρατήσει ένας βασικός συντελεστής στη διαμόρφωση του πληθωρισμού: τις ευκαιρίες που έχουν και εκμεταλλεύονται, παραγωγοί και έμποροι, ώστε να διαμορφώνουν υψηλά περιθώρια κέρδους.
Ο έξυπνος και λιτός καταναλωτής, αυτός δηλαδή που κόβει δαπάνες όπου βλέπει υπερβολικές αυξήσεις, είναι ο μόνος που μπορεί να περιορίσει το φαινόμενο της «απληστίας».
Δυστυχώς, μεταξύ 2022, που ήταν το έτος έκρηξης του πληθωριστικού κύματος και του 2023, στη διάρκεια του οποίου υπέφερε το πορτοφόλι της οικογένειας από την προκληθείσα ακρίβεια, η δαπάνη των καταναλωτών συνέχισε να αυξάνεται σε πολλές κατηγορίες ταχύτερα από τον ρυθμό αύξησης των τιμών.
Το χειρότερο παράδειγμα αφορά στα «πρόχειρα φαγητά σε ταχυφαγεία και φαγητά σε πακέτα». Η δαπάνη σε αυτά αυξήθηκε κατά 40% μέσα σε έναν χρόνο και 185% το 2023 έναντι του 2009. Αν υποφέραμε όλοι, όπως πραγματικά οι φτωχότεροι υποφέρουν, από την ακρίβεια μάλλον θα είχαμε συγκρατήσει την εξτρά δαπάνη που αδιαμφισβήτητα προκαλεί η ροπή προς την ευκολία που προσφέρει η συγκεκριμένη κατηγορία.
Τι να πει κανείς. Προφανώς, δεν κάνουν το ίδιο οι Ευρωπαίοι καταναλωτές. Ας το σκεφτόμαστε, εμείς οι καταναλωτές, όταν παραπονιόμαστε μπροστά τις τηλεοπτικές κάμερες για την επιμονή της ακρίβειας. Μήπως και πέσει ταχύτερα ο πληθωρισμός.