Σε λίγες εβδομάδες θα ολοκληρωθεί η προετοιμασία για τον επαναπροσδιορισμό της κατώτατης αμοιβής (μηνιάτικου και ημερομισθίου) στον ιδιωτικό τομέα της φανερής εργασίας.
Αξίζει να θυμίσουμε, σε ορισμένους τουλάχιστον, ότι: Πρώτον, η νέα διαδικασία αντικατέστησε την προ μνημονίων διαπραγμάτευση μεταξύ των κοινωνικο-οικονομικών εταίρων της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, που συνοδευόταν από πολλαπλές και μακροχρόνιες συγκρούσεις. Δεύτερον, ότι δεν αναιρεί, ούτε εμποδίζει τη σύναψη κλαδικών, ομοιοεπαγγελματικών και επιχειρησιακών συμβάσεων.
Οι προσδοκίες, λόγω του πληθωρισμού αλλά και των ενδείξεων που έχουν δώσει τόσο ο αρμόδιος εισηγητής υπουργός Οικονομικών Χατζηδάκης αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης, είναι ότι η ετήσια αύξηση θα είναι ισάξια και με το παραπάνω της πορείας του πληθωρισμού.
Επομένως, το πρώτο που πρέπει να συμφωνηθεί είναι ποιος είναι ο πληθωρισμός. Σύμφωνα με το ισχύοντα νόμο ο πληθωρισμός αναφέρεται στον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ), όπως τον καταρτίζει η Στατιστική Υπηρεσία, ως Ανεξάρτητη Αρχή, η οποία με τη σειρά της είναι τμήμα της ανεξάρτητης Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat).
Όμως, ο ΔΤΚ, γνωστός και ως «τιμάριθμος», δίνει διαφορετικά αποτελέσματα ανάλογα με τον τρόπο που θα τον μετρήσουμε.
Συγκεκριμένα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών καταναλωτή όταν συγκρίνουμε τον τελευταίο μήνα με τον ίδιο περυσινό μήνα δείχνει ότι το 2023 σημειώθηκε αύξηση 3,5% έναντι 7,2% της προηγούμενης χρονιάς και 5,1% το 2021. Αυτή όμως είναι μια φωτογραφία της στιγμής και όχι η γενικότερη πορεία των τιμών.
Καλύτερη σύγκριση μας δίνει η μέση μεταβολή κατά τους τελευταίους δώδεκα μήνες με το ίδιο δωδεκάμηνο του προηγούμενου έτους. Οπότε είχαμε 3,5% τον Δεκέμβριο 2023 (και ήδη 3,2% τον Ιανουάριο ’24) έναντι 9,6% και 1,2% στα δύο προηγούμενα έτη. Αυτή είναι μια πιο πιστή εικόνα της επίπτωσης του πληθωρισμού, η οποία, κατά σύμπτωση, συμπίπτει με την προηγούμενη μέτρηση.
Τέλος, ο γνωστός ως Εναρμονισμένος ΔΤΚ (μεταξύ όλων των κρατών της Ένωσης) σε δωδεκάμηνη περίοδο έκλεισε το 2023 με 4,2% (Ιανουάριος ’24 στο 3,8%), 9,3% και 0,6% τα δύο προηγούμενα έτη.
Οποιονδήποτε από τους δείκτες κι αν επιλέξουμε, μια αύξηση στον κατώτατο κοντά στο 5% θεωρείται και είναι επαρκής για την κάλυψη της ζημιάς που προκάλεσε πέρυσι ο γενικός πληθωρισμός. Με την πρόσθετη -και εξαιρετικά σημαντική- σημείωση ότι δεν πυροδοτεί τις πληθωριστικές φλόγες, ούτε όμως απαντά ικανοποιητικά στο εξοργιστικό φαινόμενο του πληθωρισμού τροφίμων και σούπερ μάρκετ.
Σε αυτή τη «γραμμή», η Τράπεζα της Ελλάδος, το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και ΚΕΠΕ (που έχει και την από νόμο αρμοδιότητα να συγγράψει το Πόρισμα Διαβούλευσης) βλέπουν λογική και δίκαιη μια αύξηση κοντά στο 4%. Με παρόμοια αύξηση ο κατώτατος διαμορφώνεται στα 820 ευρώ, πάντοτε πριν τους φόρους και τις ασφαλιστικές κρατήσεις, που τον κατεβάζουν σε 706 ευρώ καθαρά.
Η ΓΣΕΕ (μισθωτοί ιδιωτικού τομέα) θα ήθελε να δει τον κατώτατο στα 908 ευρώ μεικτά από 780 σήμερα και 650 το 2019. Σημειώνεται ότι η αύξηση που έγινε πέρυσι την Άνοιξη ήταν σε ποσοστό 9,4%.
Επί κυβερνήσεων Μητσοτάκη η σωρευτική αύξηση είναι 20%. Ο στόχος που είχε συζητηθεί προ των πρόσφατων εκλογών ήταν να φτάσει στο 2027 στα 950 ευρώ, 300 ευρώ περισσότερα από το 2019. Αν αυτό συμβεί, τότε στην οκταετία θα έχει καταγραφεί αύξηση κατά 46%. Πρέπει να πάμε πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ή μετά το 2000, στην πρώτη οκταετία εντός του ευρώ, για να δούμε τέτοιες αυξήσεις.
Θα συνεχίσουμε αύριο ή τις επόμενες μέρες ώστε να δούμε όλες τις διαστάσεις των θεμάτων που συνδέονται με το ζήτημα των αμοιβών. Ειδικά επειδή βρισκόμαστε στην έξοδο της διετούς οξείας πληθωριστικής πίεσης, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε με σιγουριά τα αμέσως επόμενα επεισόδια.
Σε κάθε περίπτωση, είναι προφανές ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης «τρώγεται» με την ιδέα να κάνει τη διαφορά. Που δεν θα είναι άλλη από μια αύξηση στους μισθούς πολύ μεγαλύτερη από τις εισηγήσεις που θα λάβει κατά την επιστροφή του από τις μακρινές Ινδίες.
Το έκανε πέρυσι. Γιατί να μην το επαναλάβει εφέτος που έχει (ξανά) εκλογές; Με μεγαλύτερη άνεση μάλιστα αφού το κομμάτι των καλών και τακτοποιημένων επιχειρήσεων και καλά λεφτά βγάζει και ακόμη περισσότερη πολιτική σταθερότητα επιθυμεί. Υπάρχουν βεβαίως και οι μικρομεσαίοι που θα στενάξουν. Αλλά ξέρουν αυτοί. Έχουν τους αφανείς τρόπους τους και είναι No1 στην επιβίωση.