Τέτοιες μέρες, το 2020, ο πρωθυπουργός έπαιρνε ανά χείρας την Έκθεση Πισσαρίδη. Λίγοι, τότε, τη διάβασαν όσο προσεκτικά χρειαζόταν. Ακόμη λιγότεροι ανέτρεξαν σε αυτήν, στον χρόνο που μεσολάβησε.
Η έξαλλη αντιπολίτευση Τσίπρα έσπευσε να την καταδικάσει και υποσχέθηκε να συντάξει ένα αντι-Πισσαρίδη σχέδιο. Βεβαίως, μόλις τις προάλλες, από τη λαμπρή σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, φάνηκε να καταλαβαίνει τη σημασία των προτάσεων της πολύτιμης Έκθεσης.
Η αιωρούμενη πράσινη αντιπολίτευση είχε ήδη αποφανθεί πως «η ημιτελής έκθεση Πισσαρίδη είναι μια εξαιρετικά συντηρητική επιλογή της Κυβέρνησης».
Τα συνηθισμένα. Δεν μας αρέσει να συζητούμε. Μάλλον επειδή οι πολιτικοί φοβούνται μήπως και συμφωνήσουν στα αυτονόητα.
Αν επαναφέρω στη μνήμη σας εκείνη την έκθεση είναι για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί ο πρωθυπουργός μπορεί και πρέπει να ζητήσει την επικαιροποίησή της. Άλλωστε είχε συνταχθεί πριν την πανδημία ενώ και ο πληθωρισμός έχει ανακατέψει την «τράπουλα».
Χρειαζόμαστε ένα εθνικό σχέδιο αναδιοργάνωσης της οικονομίας, όπως εναργώς το έθεσε προσφάτως ο Σπύρος Θεοδωρόπουλος, πρόεδρος του ΣΕΒ.
Τώρα που έχουμε την Έκθεση Ντράγκι, η οποία συντόμως θα συζητηθεί σε ανώτατο επίπεδο από τους αρχηγούς των κρατών μελών της Ένωσης και, σε συνδυασμό με την Έκθεση Λέτα, μια επίκαιρη έκδοση της έκθεση Πισσαρίδη μπορεί να είναι ένας χρησιμότατος εθνικός «μπούσουλας».
Δεύτερον, γιατί παρά την καλή πορεία των οικονομικών πραγμάτων, όταν περιοριζόμαστε σε ένα «bird’s view» των δεικτών οικονομικής συγκυρίας, με τους γνωστούς πάντοτε αστερίσκους, εμφανίζονται σημάδια εξάντλησης των κινητηρίων δυνάμεων, οι οποίες επικράτησαν στη μεταπανδημική περίοδο.
Το πρώτο είναι ζήτημα πολιτικής στο ανώτατο επίπεδο και είναι πρωτίστως ευθύνη της κυβέρνησης και των κομμάτων εξουσίας. Επειδή, μάλιστα, είναι αμφίβολο, τουλάχιστον προσώρας, αν πραγματικά υπάρχουν τέτοια κόμματα, έτοιμα δηλαδή να αναλάβουν τη διακυβέρνηση, καταλήγει να είναι θέμα προσωπικής επιλογής του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το δεύτερο είναι πιο ανησυχητικό από όσο αρχικώς ακούγεται.
Ο τουρισμός, όσο αυτονόητη είναι η συμβολή του στην καλή πορεία του εθνικού προϊόντος, φαίνεται να εξαντλεί το καύσιμο που προσφέρει στην προώθηση της οικονομίας.
Η αγροτική παραγωγή, ενώ καταγράφει σημαντικές αλλά μεμονωμένες επιτυχίες χάρις σε ατομικές προσπάθειες, δεινοπαθεί υπό το βάρος της κλιματικής κρίσης, της σωρευμένης καθυστέρησης σε επενδύσεις εκσυγχρονισμού της και, τελικά, του μικρού μεγέθους της.
Οι επαγγελματικές υπηρεσίες έχουν χαμηλότατη παραγωγικότητα, παραμένουν εξαρτημένες από τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και επιβιώνουν σε καθεστώς εντατικής φοροδιαφυγής.
Ο κατασκευαστικός κλάδος θα διατηρήσει τις υψηλές επιδόσεις του μόνον όσο θα διαρκεί η τροφοδότηση του Ταμείου Ανάκαμψης, όσο δηλαδή υπάρχουν χρήματα για «μεγάλα έργα», όπως τα λέγαμε κάποτε. Είναι αμφίβολο αν προλαβαίνει να διευρύνει, σε αυτό το χρονικό παράθυρο ευκαιρίας, την περιφερειακή του παρουσία.
Ειδικά η κατασκευή κατοικιών ωφελείται από την επαναφορά των τιμών στα προμνημονιακά επίπεδα λόγω της σχεδόν δεκαετούς ύφεσης συν το «καπέλο» της ζήτησης που προέρχεται από την ταυτόχρονη έξοδο από την «πατρική στέγη» δυο γενεών (Gen Y και Gen Z).
Το κυριότερο όμως είναι η σταδιακή αλλά πολύ πραγματική κάμψη της κατανάλωσης, ειδικά όταν αφαιρέσουμε την υπεραπόδοση του τουρισμού και των βιομηχανικών εξαγωγών.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο πληθωρισμός χτύπησε σφοδρά την αγοραστική ισχύ των καταναλωτών. Ανάδειξε περαιτέρω το τεράστιο πρόβλημα της υπερδεκαετούς υστέρησης των πραγματικών εισοδημάτων. Επιβεβαίωσε την απουσία βραχυπρόθεσμων και μικρών δανείων, αφού οι τράπεζες παραμένουν «προβληματικές».
Μόλις χθες ο δείκτης οικονομικού κλίματος για την Ελλάδα, όπως καταρτίζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εμφανίζει σημάδια «κόπωσης». Το είχε ήδη επισημάνει ο καθηγητής Βέττας παρουσιάζοντας την Έκθεση του ΙΟΒΕ για το γ’ τρίμηνο.
Πιο απλά μπορείτε να διαπιστώσετε πως «κάτι δεν πάει καλά» όταν συζητήσετε με τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες. Αυτό που σίγουρα τους πιέζει είναι η σταδιακή, τους τελευταίους μήνες, χειροτέρευση της ρευστότητας.
Η ρευστότητα της αγοράς ήταν πάντοτε ένα συγκυριακός αλλά επαρκής δείκτης δυσφορίας. Ειδικά όταν συνοδεύεται από την κόπωση ή μήπως «εξάντληση» των καταναλωτών. Δηλαδή όσων είναι τυχεροί να δουλεύουν αλλά άτυχοι γιατί η δουλειά τους δεν τους εξασφαλίζει αυτό που όλοι έχουμε ανάγκη, μια «καλύτερη ζωή».
Δεν θέλει και πολύ για να μετατραπεί σε δυσφορία και πραγματική κόπωση για την ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος.