Υπάρχει brain storming και political storming, «ανταλλαγή σκέψεων» το πρώτο, «μαζική έφοδος» το δεύτερο. Αυτό ακριβώς, το δεύτερο, σχεδιάζει ο πρωθυπουργός, απέναντι στις ωραίες αναμνήσεις στο όμορφο νησί των Σπετσών που χάρισε ο Κασσελάκης στους βουλευτές του. Αν, ο τελευταίος αυτός, δεν κατορθώσει κάτι διαφορετικό, το μόνο στο οποίο θα μπορούσε να ελπίζει μήπως και διασωθεί στις επικείμενες εκλογές μίας κάλπης, όπως είναι οι Ευρωεκλογές, θα είναι να συλλέξει, όσο αυτό είναι πλέον δυνατόν, την ψήφο δυσαρέσκειας.
Δύσκολο. Το πέτυχε ο Αλέξης Τσίπρας, αλλά τότε υπήρξε συθέμελη ανατροπή των βασικών ισορροπιών της πολιτικής. Εκείνες που ίσχυσαν από την εποχή της Χούντας μέχρι το 2008. Δεν μοιάζει καν με την άνοδο του Ανδρέα Παπανδρέου. Παρόλο που και τότε η οικονομική κρίση διευκόλυνε την «Αλλαγή». Αλλά, ταυτόχρονα, εξόφλησε, στο θυμικό των πολιτών, προδικτατορικά πολιτικά «γραμμάτια». Επρόκειτο για χειμαρρώδες πολιτικό φαινόμενο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, ευνοήθηκε από την καταστροφή της χώρας, κυρίως μάλιστα τη δημοσιονομική πτώχευση, που αποκάλυψε το πραγματικό κενό ανταγωνιστικότητας της χώρας. Η πολλαπλή κρίση αποσταθεροποίησε αρχικώς, αποδόμησε στη συνέχεια και, πρακτικά, διέλυσε τις μαζικές παρατάξεις και μαζί τους το μέχρι τότε ισχύον μοντέλο διαχείρισης του ελληνικού κράτους.
Ο Τσίπρας λοιπόν κέρδισε εκ του ασφαλούς. Αφού προηγουμένως είχε κερδίσει τη μάχη του πεζοδρομίου (κατά την κοινωνική αναταραχή του 2008). Αφού επικράτησε χρησιμοποιώντας «έξυπνα» την ιδεολογία της πλατείας (άνω και κάτω). Και, σημαντικό αν και όχι προσδιοριστικό, αφότου έγινε αποδεκτός από το κατεστημένο (εγχώριο και ευρωγερμανικό).
Αντιθέτως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν στήριξε την τετραπλή εκλογική του νίκη σε τίποτε αρνητικό. Οταν βρέθηκε αντιμέτωπος με μια τεράστια απειλή άμεσης καταστροφής, την πανδημία, κατάφερε να συντονίσει τον βηματισμό του με το σύνολο της κοινωνίας και, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, να την κρατήσει όρθια.
Το ίδιο θα επιδιώξει και στην προοπτική της αναμέτρησης για την Ευρώπη. Θα βάλει όλα τα άλογα, που μπορεί να «κουμαντάρει», να σύρουν την ελληνική, βραδυκίνητη όταν πρόκειται για ουσιώδεις αλλαγές, άμαξα. Γι αυτό, στο επόμενο δίμηνο, θέλει να προωθήσει μια «καταιγίδα» ρυθμίσεων, θετικών για την κοινωνία και την οικονομία.
Παιδεία με ταυτόχρονη ενίσχυση του κρατικού πανεπιστημίου και άνοιγμα της τριτοβάθμιας στον ανταγωνισμό. Επιστολική ψήφο για διεύρυνση της συμμετοχής των πολιτών. Εισοδηματικές ενισχύσεις στον οικογενειακό προϋπολογισμό, που έχει στριμωχτεί από την επίμονη ακρίβεια. Αποτελεσματικότερη απόδοση της δικαιοσύνης, απέναντι στη διάδοση της καθημερινής βίας. Ταχύτερες αντιδράσεις απέναντι στην παρεκτροπή βίας, που αναιρεί στοιχειώδη ένστικτα ασφάλειας. Εμπέδωση του σταθεροποιητικού ρόλου της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή.
Η «δουλειά» δεν είναι καθόλου απλή. Το διεθνές σκηνικό δεν πηγαίνει προς το καλύτερο. Η Ευρώπη, ιδίως αν επιστρέψει στα πράγματα ο απίθανος Τραμπ, θα βρεθεί εξαιρετικά μόνη και, εφόσον επιβεβαιωθεί η άνοδος της ακροδεξιάς, θα κινδυνεύσει από τα φαντάσματα της δικής της τραγικής Ιστορίας. Όσο κι αν έχει κοπάσει το πληθωριστικό κύμα, θα πάρει καιρό να διορθωθεί η καταστροφική ακρίβεια που αφήνει πίσω του.
Επομένως, στη σφικτή πολιτική μάχη, που θα ξεκινήσει τουλάχιστον ένα μήνα πριν το Ορθόδοξο Πάσχα, όλα τα πολιτικά θέματα πρέπει να έχουν κλείσει. Με την ελπίδα ότι ο πληθωρισμός στους τομείς που πονάει περισσότερο, τρόφιμα και γενικότερα το καλάθι του καταναλωτή, θα έχει τεθεί σε πιο ανεκτό έλεγχο για το οικογενειακό εισόδημα.
Αλλά και με την προϋπόθεση ότι δεν θα συμβεί, ξανά, κάποιο εξαιρετικά δυσμενές αν όχι τραγικό γεγονός. Από αυτά που μας έχει «συνηθίσει» η γεμάτη σκαμπανεβάσματα πορεία της χώρας τα τελευταία χρόνια.