Τα καρτέλ των μεσαζόντων

Η νέα μόδα είναι πως για όλα φταίνε τα καρτέλ. Όταν δεν φταίνε τα καρτέλ, φταίνε οι μεσάζοντες. Περιέργως, αλλά εκ του πονηρού, ως προς αυτά συμφωνούν οι πολιτικοί, όλοι οι πολιτικοί, οι περισσότεροι μεσάζοντες της ενημέρωσης και, προφανώς, όλοι εμείς ο καλοκάγαθος Λαός.

Η συγκεκριμένη «μόδα» είναι τόσο παλιά όσο πολλοί και πολλές μεταξύ μας. 

Η ελληνική οικονομία έπασχε πάντοτε από την απουσία  μεγάλων αποδοτικών και καθετοποιημένων μονάδων παραγωγής. Κυρίως γιατί μόνον ισχυρές μονάδες μπορούν να σταθούν στις διεθνείς αγορές. Μακάρι να είχαμε περισσότερες μεγάλες και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Αν βεβαίως τις είχαμε, προφανώς θα ήσαν «βασίλισσες» στα στενά και μικρά περιθώρια της εγχώριας αγοράς. Θα λέγαμε πάλι ότι έχουμε καρτέλ;

Από την άλλη, μετά το 1992, όταν μπήκαμε στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά, ο ανταγωνισμός άνοιξε εντελώς, με την έλευση ολοένα και περισσότερων διεθνών εταιρειών. Οι οποίες, σταδιακά, πήραν στα χέρια τους την εμπορία των προϊόντων τους, ακυρώνοντας ισχυρότατους «μεσάζοντες» της εποχής κατά την οποία, με δασμούς και άλλους κανονισμούς, είχαμε μια κλειστή και ελεγχόμενη αγορά.

Αυτό δεν σημαίνει ότι άλλαξε το πιο χαρακτηριστικό και παραδοσιακό προφίλ της ελληνικής οικονομίας: το τεράστιο δίκτυο διαμεσολαβητών. Έμποροι, μεταπράτες, συσκευαστές, διανομείς, αντιπρόσωποι, μεταποιητές, εισαγωγές - εξαγωγές, χονδρέμποροι, φασονατζίδες, εφοπλιστές, ΤΙR, πρατήρια, όλοι μεσάζοντες είναι.

Αλλά και στα πιο χαμηλά, όλοι μεσάζοντες είναι: φαρμακεία, τυποποιητές, ανταλλακτικά, φραντσάιζ, σούπερ μάρκετ, μίνι μάρκετ, περίπτερα, ανθοπώλες, μπακάληδες, φορτηγατζήδες, είδη δώρων και ό,τι άλλο βάζει ο νους σας από τις εκατοντάδες κωδικούς ΚΑΔ της Εφορίας.

Όλοι τους κάτι βάζουν, σε δουλειά και προστιθέμενη αξία και κάτι βγάζουν, σε τζίρο και κέρδη. Όλοι τους είναι χρήσιμοι και, κάποιοι, απαραίτητοι.

Τι εννοούν αυτοί που κάνουν καριέρα κατηγορώντας τους μεσάζοντες, για τη μιζέρια που φέρνει ο πληθωρισμός και τα χαμηλά εισοδήματα; Τι έννοια έχει να επαναλαμβάνεται μονότονα το ρεπορτάζ «από το χωράφι στο ράφι» όταν η τιμή στο ράφι είναι πρακτικά η ίδια, με τη λαϊκή αγορά, ενώ ο τηλεοπτικός αγρότης δίνει τα προϊόντα του, στους επισκέπτες της φάρμας του, στην ίδια, πρακτικά, τιμή με εκείνη που βρίσκει ο εκδρομέας αστός στη γειτονιά του. Δεν είναι άλλωστε ο παραγωγός του χωριού και κανένα «κορόιδο»!

Η Ελλάδα ήταν πάντοτε και παραμένει ένα διάσπαρτο τοπίο μεσολαβητών.

Στην εποχή μας, επιπλέον, όλοι στην αλυσίδα, γνωρίζουν πολύ καλύτερα τι συμβαίνει σε κάθε κρίκο της.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά με αφορμή όσα λέγονται αυτές τις μέρες για το ελαιόλαδο. Το δίνουν, λένε, οι παραγωγοί στα 4-5 ευρώ, ενώ στα ράφια των Σ-Μ έχει ακόμη τις παλιές υψηλές τιμές. Ανακριβές. Στα ράφια έχει ήδη πέσει αρκετά ευρώ. Είναι αλήθεια ότι η διεθνής τιμή, γιατί υπάρχει τέτοια και διαμορφώνεται στην Ισπανία, έπεσε γύρω στα 4-5 ευρώ.

Στο μεταξύ, συνεχίζουν να ξεπουλάνε το 80% της ελληνικής παραγωγής στους Ιταλούς, όπως έκαναν και πριν 40 χρόνια, όταν κάποιοι πρωτοπόροι επιχειρηματίες προσπαθούσαν να τους πείσουν να μεταποιήσουν έξυπνα το προϊόν κι εκείνοι, οι πατεράδες των σημερινών τηλεαστέρων, τους κοιτούσαν με στραβό μάτι. Όσο για την ακρίβεια που οφείλεται στους μεσάζοντες, δοκιμάστε να πάτε σε κάποιον από τους παραγωγούς «στο χωράφι» και να τους ζητήσετε ένα τενεκέ πεντόλιτρο: Κάτω από 8 ευρώ δεν πρόκειται να πάρετε ούτε δράμι. Χωρίς παραστατικά, φυσικά!