Πριν 50 χρόνια ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ίδρυσε ένα συντηρητικό κόμμα νέου τύπου. Φιλελεύθερο, στη γραμμή της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς. Την τελευταία 8ετία, το κόμμα του Καραμανλή, το οδηγεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Στην ίδια πάντοτε γραμμή. Φιλελεύθερο στην ιδεολογία, κεντροδεξιό στην κοινοβουλευτική κατεύθυνση.
Με την, αρχική, τοποθέτησή του για τον τρόπο με τον οποίο προτίθεται να τελειώνει με μια πρωτοφανή αδικία σε βάρος όχι μεγάλης αλλά σημαντικής μερίδας των συμπολιτών μας. Όπως σημείωνα τις προάλλες, ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε ότι ο γάμος είναι θέμα δύο ανθρώπων και όχι δύο φύλων. Όλοι γνωρίζουμε πως ο Τσίπρας άφησε ανεπίλυτο (επίτηδες ισχυρίζομαι εγώ…) το αίτημα να παντρεύονται και οι ομόφυλοι/ες συμπολίτες μας, με τον ίδιο τρόπο που μπορούν να το κάνουμε όλοι οι άλλοι. Το θέμα είναι σημαντικό ακριβώς επειδή η διάκριση δεν μπορεί να συνεχιστεί.
Είμαι βέβαιος ότι οι βουλευτές της πλειοψηφίας (αλλά και αρκετοί των μειοψηφιών) εγκρίνουν την αυτονόητη ρύθμιση ενός τόσο απλού θέματος ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σπεύδουν παρά ταύτα κάποιοι να διαδηλώσουν τη διαφωνία τους και «απειλούν» να διασπάσουν τη δυναμική ενότητα της κοινοβουλευτικής ομάδας που στηρίζει την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Το κάνουν επικαλούμενοι το συναρτημένο αλλά εντελώς περιθωριακό θέμα της υιοθεσίας. Προσωπικά το βρίσκω υποκριτικό. Τι θέλουν, να ακυρώσουμε και τους ισχύοντες νόμους; Ή να εισαγάγουμε μια νέα ανισότητα στη θέση της προς κατάργηση;
Ας μείνουμε όμως για την ώρα στην πολιτική χροιά του ζητήματος.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε, τηλεοπτικώς, την προνοητική ευγένεια να διευκρινίσει ότι δεν θα υπάρξει ζήτημα κομματικής πειθαρχίας και η ψηφοφορία θα διεξαχθεί «κατά συνείδηση. Το εξήγησε καθ’ υπερβολήν, αφού το άρθρο 60 του Συντάγματος είναι σαφές: «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Προσέθεσε βεβαίως, κάπως αινιγματικά, ότι «και οι υπουργοί, ως βουλευτές ψηφίζουν».
Άφησε δηλαδή παραδόξως ένα παράθυρο διαφυγής για όσους υπουργούς σκέφτονται να επιμείνουν στην εναντίωσή τους προς την σκοπούμενη νομοθεσία. Πλην όμως, η ρύθμιση πρέπει να συζητηθεί και εγκριθεί από το υπουργικό συμβούλιο.
Επομένως, σύμφωνα με το νόμο 4622 του 2019 οι υπουργοί θα κληθούν να τοποθετηθούν και, ενδεχομένως, να ψηφίσουν. Συγκεκριμένα, το άρθρο 4 του νόμου για το Επιτελικό Κράτος, λέει: «Αφού ολοκληρωθεί η συζήτηση ενός θέματος, ο Πρωθυπουργός προβαίνει στη διατύπωση της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Αν υπάρχουν διαφωνίες μεταξύ των μελών του Υπουργικού Συμβουλίου, ο Πρωθυπουργός θέτει τα σχετικά ζητήματα σε ψηφοφορία. Στην περίπτωση αυτή, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφασίζει με φανερή ψηφοφορία και με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών του, στη δε περίπτωση της ισοψηφίας υπερισχύει η γνώμη του Πρωθυπουργού.»
Σε αυτό το σενάριο, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θα πάει «διχασμένη» στη Βουλή για να συναντήσει μια «διχασμένη» Κοινοβουλευτική Ομάδα. Ο Μητσοτάκης, που έχει κληρονομήσει την πατρική νηφαλιότητα και ψυχραιμία θα ζυγίσει αν έχει το περιθώριο να «χάσει» καλούς και άξιους συνεργάτες σε ένα ζήτημα που δεν αξίζει παρόμοιες «θυσίες».
Γιατί, ενώ έδωσε άδεια υποχρεωτικής απουσίας στους διαφωνούντες βουλευτές που δεν αντέχουν να τα βάζουν με τη συνείδησή τους, η παρουσία στο υπουργικό συμβούλιο είναι υποχρεωτική. Επειδή όμως στις απαντήσεις του προς τον πάντοτε προσεκτικό συνάδελφο Γιώργο Κουβαρά εξήγησε ότι «έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να αφιερώσουμε χρόνο, να μιλήσουμε με πραγματικά παραδείγματα, να εξηγήσουμε τι θέλουμε να κάνουμε, να εξηγήσουμε τι δεν θα κάνουμε και να καταλήξουμε, πιστεύω, τελικά σε έναν κοινό τόπο.»
Θα είναι παράδοξο και εξόχως δογματικό αν μετά από όλη αυτή τη συζήτηση, κάποιοι της κυβερνητικής παρατάξεως, μείνουν ασυγκίνητοι στα πολύ ανθρώπινα, πολύ πραγματικά και εξόχως προσδιοριστικά για το πολιτισμικό επίπεδο της χώρας επιχειρήματα, που θα έχει χρησιμοποιήσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός.
Ιδίως αν πρόκειται για ένα τόσο άμεσο συνεργάτη του. «Προφανώς, είπε ο κ. Μητσοτάκης, όταν κάποιος είναι Υπουργός υπάρχει μεγαλύτερη δέσμευση σε μία συλλογική απόφαση που παίρνει το Υπουργικό Συμβούλιο». Είναι λοιπόν σαφές ότι όποιος επιμείνει στη διαφωνία του, θα έχει επιλέξει να πάει κόντρα στον ίδιο τον πρωθυπουργό. Δύσκολο, ειμή μόνον αν προτού αναλάβει το κυβερνητικό πόστο είχε συμφωνήσει τα καθέκαστα με τον πρόεδρο της κυβέρνησης.
Με δύο λόγια, η υπόθεση, ως προς την κυβερνητική πλευρά, έχει κλείσει. Όσες και όσοι συνεχίσουν να κάνουν καριέρα εκμεταλλευόμενοι με τον κατάλληλο οπορτουνισμό τη φιλελεύθερη ψυχή της Νέας Δημοκρατίας είναι βέβαιο ότι θα το ξανακάνουν με την πρώτη ευκαιρία. Ας παραμείνουν, τουλάχιστον, απόντες και απούσες μέχρι να τελειώσει κι αυτή η περιπέτεια. Ας φροντίσουν να μην κάνουν πολιτικό lip service στις παραζαλισμένες και λαϊκίζουσες αντιπολιτεύσεις. Ας μη ξεχάσουν ότι οι ψηφοφόροι τους «σταύρωσαν» για να είναι και να παραμείνουν ακλόνητοι εγγυητές της πολιτικής σταθερότητας. Σε τελευταία ανάλυση δεν είναι μόνο θέμα συνείδησης. Υπάρχει και η πολιτική πειθαρχία.