Κανένας Πολάκης και κανένας Νταλάρας δεν έχει δουλειά να απονέμει καθήκοντα και δικαιώματα στους δημοσιογράφους. Αυτό το κάνουν, οι αρχισυντάκτες και διευθυντές και, βεβαίως, το Μέσον που τους πληρώνει. Τελεία. Γνώμη είναι προφανές, ότι έχουν και κανείς δεν τους εμποδίζει να τη λένε στα ματσούκια που βρίσκουν μπροστά τους. Μόνον που για τις βαριές επικρίσεις, καλά θα κάνουν να απευθύνονται όπου δει, εκεί δηλαδή που δεν τολμούν, όπως φάνηκε, στα μεγάλα κεφάλια.
Και οι δυό τους όφειλαν να σκεφτούν, ειδικά μπροστά στα παιδιά με τα «ματσούκια», πόσο δύσκολο είναι να ξεροσταλιάζουν για μια φρασούλα, ένα σκέρτσο, κάτι πικάντικο ή, σε τελευταία ανάλυση, ένα σχόλιο, κάτι βρε παιδί μου που θα παίξει ως «είδηση» ή ως «Είδηση» Μήπως και κατανοήσουν οι δύο αυτοί τρανοί, πόσο δύσκολα βγαίνει το «ψωμί (που) είναι στο τραπέζι» για πάμπολλους δημοσιογράφους στη σημερινή εποχή.
Και καλά ο Πολάκης. Αφού ο Κασσελάκης δεν πρόκειται να απεξαρτηθεί όπως ούτε ο Τσίπρας έπραξε, ποσώς μας απασχολεί το άτομο. Καλώς «παίζει» στις εκπομπές που απασχολούν τους (πάρα) πολλούς αυτής της χώρας που δεν έχουν εργασία και γεμίζουν την τόσο πεζή καθημερινότητα των καθημερινών ανθρώπων. Άλλωστε είναι κάπως ψυχοτροπικά όλα αυτά τα καμώματα και μάλλον είχε τα νεύρα του που έχασε ένα τριήμερο να πίνει τσάι με το παρεάκι των Σπετσών, αντί να καμακώσει το δόλια τα ψαράκια ή να τουφεκίσει στο παπούρι κάνα ταξιδιάρικο πουλί.
Αλλά ο κ. Νταλάρας; Σαν παράπονο γιατί «δεν περνά πια η μπογιά του» ήταν οι παρατηρήσεις για τη φωνητική δεινότητα συναδέλφων του. Σαν παράπονο σπουδαίου παππού (για τον τρανό ψάρακα μιλάω, όπως μπορεί να του εξηγήσει ο ομογάλακτος κρητικός), που νομίζει ότι οφείλουν οι νεότεροι να προσκυνάνε το αιώνιο ταλέντο του. Δεν αντιλαμβάνεται ότι οι περισσότεροι νέοι, σήμερα, μπορεί και να μη γνωρίζουν ποιος είναι και γιατί είναι τόσο «σπουδαίος» ώστε να τους «τη λέει» στα ίσια.
Μπορεί να μην αρέσει κιόλας στις «κοπελίτσες που είναι ημίγυμνες με λίγο στήθος και λίγο μπούτι και βάζουν αυτά τα πλαστικά μέσα τους και σταματάνε πια να έχουν ρυτίδες» να τις προσβάλλουν τόσο ανδροκρατικά. Κι όμως, έδειξαν «σεβασμό» για το «πρόσωπο», την Grande Gueule, για να μιμηθώ τα γαλλικά που όφειλαν να του έχουν απαγγείλει τα πρωινάδικα.
Αξιοποίησαν το «υλικό» που έφεραν οι δημοσιογράφοι, αφού προηγουμένως ο προϊστάμενος δημοσιογράφος υπέδειξε πως πρέπει να κοπεί, ο τεχνικός δημοσιογράφος φρόντισε να παίζει λούπα, κάπως βρε παιδί μου να κυλά η κουβεντούλα των «κοριτσιών». Αυτά που μπορούν να εξηγήσουν στον κ. Νταλάρα πως ζει κανείς στην εποχή της αισθητικής απόλαυσης, πως απολαμβάνουν το νυστέρι και με πόσο ταλέντο χειρίζονται το δηλητήριο.
Χειρότερη απαξία από το να παραδέχεσαι ο ίδιος πως «από το 1969 μέχρι σήμερα είμαι ο ίδιος», δεν έχω ακούσει. Εμείς οι υπόλοιποι, που δεν είχαμε την τύχη να έχουμε δίπλα μας τον δικό μας άνθρωπο (και σκληρό μάνατζερ) να φροντίζει τη δίκαιη αμοιβή του καλλιτέχνη, συμπαθούμε όλα αυτά τα παιδιά που κάνουν μεροκάματο δημοσιογραφικό. Κι ας μην βρέθηκαν αρκετοί «φτασμένοι» δημοσιογράφοι να βάλουν στη θέση του τον κ. Νταλάρα, που ξεχνά ότι η Μαρινέλλα τον έκανε «άνθρωπο».
Τι κάνουν λοιπόν οι δημοσιογράφοι; Ακούνε ό,τι κι αν τους πουν, όποιος κι αν το λέει. Δεν κάνουν τον εξπυπνάκια. Μαθαίνουν, επειδή «χώνουν τη μύτη τους» παντού. Είναι δύσπιστοι, όταν προσεγγίζουν ανθρώπους με «εξουσία». Διαβάζουν και ρωτούν για να μάθουν όσα (πάρα πολλά συνήθως) δεν γνωρίζουν.
Και, κυρίως, κάνουν υπομονή με όσους συμπεριφέρονται ως να έχουν ξεχάσει πόσο σπάνιοι ερμηνευτές της τρυφερής ψυχικής καθημερινότητας υπήρξαν οι ίδιοι, κάποτε. Πόσο υπέροχοι υπήρξαν όταν ερμήνευαν Λοΐζο και Λευτέρη Παπαδόπουλο, που φρόντιζαν να μη ξεχνούμε, εμείς οι απλοί άνθρωποι, πως «μόνο ο ντελάλης της αγοράς σε ξεκουφαίνει, σε ξεκουφαίνει» και πόσο φτηνό είναι να κατηγορείς τους «προλετάριους» επειδή «αυτό που κάνουν είναι μια γελοιότητα». Τουλάχιστον αυτά τα «παιδιά» έχουν αρκετή τρέλα για να συνεχίζουν να μάχονται στον τραχύ δρόμο της δημοσιογραφίας και της επιβίωσης.