Το παλλάδιο σημειώνει νέα ιστορικά υψηλά και πλησιάζει τα 3.000 δολάρια/ουγγιά. Οι όλο και πιο αυστηροί κανόνες για τις εκπομπές καυσαερίων συντηρούν την μεσοπρόθεσμη ζήτηση, όμως η άνοδος πυροδοτήθηκε από τα προβλήματα στα ορυχεία της Βόρειας Ρωσίας και την αναταραχή λόγω της έλλειψης μικροεπεξεργαστών για αυτοκίνητα. Τα ανοδικά ρεκόρ μπορεί να συνεχιστούν για μήνες ακόμα, όμως η στροφή προς την ηλεκτροκίνηση σκιάζει το μέλλον για το πολύτιμο μέταλλο.
Το παλλάδιο δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση στην καλή πορεία των περισσότερων προϊόντων που διαπραγματεύονται στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων. Ύστερα από ένα υποτονικό ξεκίνημα για το 2021, από τις αρχές του Μαρτίου ξεκίνησε μία πολύ απότομη άνοδο που χθες Τετάρτη το έφερε σε νέα ιστορικά υψηλά. Η τιμή του έφθασε στο χρηματιστήριο μετάλλων τα 2.895 δολάρια/ουγγιά, ξεπερνώντας κατά 10 δολάρια τα υψηλά του Φεβρουαρίου του 2020, λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας.
Όπως είναι γνωστό, το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής ζήτησης για το παλλάδιο προέρχεται από την βιομηχανία καταλυτικών μετατροπέων για εξατμίσεις βενζινοκίνητων οχημάτων. Η μεγάλη στροφή προς τους βενζινοκινητήρες, που ξεκίνησε το 2015 ως συνέπεια του μεγάλου σκανδάλου DieselGate, μεγάλωσε κατά πολύ την ζήτηση και οδήγησε το παλλάδιο σε πέντε συνεχόμενες ανοδικές χρονιές αφού η προσφορά είναι σταθερά μικρότερη της ζήτησης. Σε αυτό βοήθησε πολύ και η συνεχής αλλαγή, προς το αυστηρότερο, των κανονισμών για τις εκπομπές των καυσαερίων των αυτοκινήτων, πράγμα που συνεπάγεται αύξηση των ποσοτήτων του μετάλλου που απαιτούνται για την κατασκευή ενός καταλύτη.
Η περσινή χρονιά ήταν πολύ «επεισοδιακή» για την αυτοκινητοβιομηχανία και κατ’ επέκταση για το παλλάδιο. Μετά το ρεκόρ του Φεβρουαρίου στο οποίο αναφερθήκαμε στην αρχή, η τιμή του κατέρρευσε και έφθασε κοντά στα 1.500 δολάρια, για να ανακάμψει στη συνέχεια μαζί με την αυτοκινητοβιομηχανία και να ξεκινήσει τη φετινή χρονιά κοντά στις 2.500 δολάρια. Τότε άρχισαν και τα απρόοπτα.
Η έλλειψη μικροεπεξεργαστών δημιούργησε προβλήματα στις μεγάλες βιομηχανίες αυτοκινήτων που άρχισαν σταδιακά να μειώνουν την παραγωγή τους ή και να κλείνουν ορισμένα εργοστάσια. Αυτό ερμηνεύθηκε ως προάγγελος μείωσης της ζήτησης για παλλάδιο και σίγουρα έπαιξε ρόλο στην υποτονική συμπεριφορά του στα χρηματιστήριο εμπορευμάτων μέχρι τα μέσα του Μαρτίου.
Τότε όμως συνέβη ένα άλλο απρόοπτο, με θετική επίδραση στην τιμή του μετάλλου. Η ρωσική εταιρεία NorNickel, η μεγαλύτερη παραγωγός παλλαδίου στον κόσμο, ανακοίνωσε πως πρέπει να διακόψει προσωρινά την λειτουργία δύο εκ των βασικότερων ορυχείων της στην αρκτική ζώνη της Ρωσίας. Τα δύο ορυχεία, που παράγουν σχεδόν τις μισές ποσότητες του παλλαδίου που εξορύσσει η NorNickel, αντιμετώπισαν μεγάλα προβλήματα λόγω της εισροής σημαντικών ποσοτήτων υπογείων υδάτων μέσα στις στοές τους.
Όπως ήταν φυσικό, αυτό έφερε άμεση αύξηση των τιμών του μετάλλου, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, παρά το γεγονός πως η εταιρεία δήλωσε προ ολίγων ημερών πως η αποκατάσταση των ζημιών πηγαίνει πολύ καλά και η παραγωγή δεν θα αργήσει να ξαναρχίσει.
Η διαταραχή της λειτουργίας των δύο μεγάλων ορυχείων άλλαξε τις εκτιμήσεις των αναλυτών για την εικόνα του ισοζυγίου προσφοράς και ζήτησης μέσα στο 2021. Αναλυτές της UBS εκτιμούν πλέον πως το 2021 θα είναι η 10η χρονιά στην σειρά που η ζήτηση θα ξεπεράσει την προσφορά, και το έλλειμμα θα είναι της τάξης του ενός εκατομμυρίων ουγγιών, σχεδόν 30% παραπάνω από το έλλειμμα του 2020.
Αν λάβουμε υπόψη μας το γεγονός πως η συνολική ετήσια παραγωγή παλλαδίου είναι περίπου 7 εκατομμύρια ουγγιές, είναι προφανές πως πρόκειται για πολύ σημαντικό έλλειμμα. Αυτές οι εκτιμήσεις μπορεί να χρειαστεί να ανέβουν στην συνέχεια του χρόνου αν καθυστερήσει η πλήρης επαναλειτουργία των ρωσικών ορυχείων και αν επαληθευθεί η εκτίμηση αρκετών παραγόντων της αγοράς πως οι μεγάλες αυτοκινητοβιομηχανίες θα αρχίσουν σύντομα την ενίσχυση των αποθεμάτων τους σε παλλάδιο ενόψει της αναμενόμενης εξομάλυνσης της κατάστασης στην έλλειψη μικροεπεξεργαστών.
Η άποψη αυτή υποστηρίζει, με λίγα λόγια, πως η ελαφρά μειωμένη ζήτηση για παλλάδιο τους πρώτους μήνες του χρόνου, λόγω της μικρότερης του αναμενομένου παραγωγής αυτοκινήτων, θα αντισταθμιστεί από την αυξημένη ζήτηση που θα έλθει κάπου μέσα στο δεύτερο εξάμηνο. Ο συνδυασμός των δύο παραπάνω παραγόντων εξηγεί την έντονη ανοδική κίνηση που βλέπουμε τις τελευταίες εβδομάδες, η οποία δεν είναι καθόλου απίθανο να συνεχιστεί για το επόμενο διάστημα, ειδικά αν η χρηματιστηριακή αγορά παλλαδίου προσελκύσει περισσότερους «επιθετικούς» επενδυτές.
Οι μεσοπρόθεσμες και, ακόμα περισσότερο, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές για το παλλάδιο είναι λίγο πιο μπερδεμένες από τις βραχυπρόθεσμες. Για τα επόμενα δύο με τρία χρόνια τα πράγματα αναμένεται να είναι μάλλον θετικά, καθώς η ζήτηση για καταλύτες βενζινοκινητήρων θα παραμείνει ισχυρή λόγω της υιοθέτησης όλο και πιο αυστηρών κανόνων για τον περιορισμό των καυσαερίων.
Η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία δεν έχει κίνητρο να αναζητήσει κάποιο άλλο υλικό στη θέση του παλλαδίου γιατί το κόστος του είναι πολύ μικρό σε σχέση με το συνολικό κόστος ενός αυτοκινήτου. Η υποκατάστασή του από την πλατίνα γίνεται με πολύ αργούς ρυθμούς και αυτό δεν φαίνεται πιθανόν να αλλάξει σύντομα, αφού απαιτεί μεγάλες επενδύσεις. Αυτές τις επενδύσεις δεν είναι πρόθυμη να τις κάνει η αυτοκινητοβιομηχανία.
Ο βασικότερος ίσως λόγος γι’ αυτό, είναι πως γνωρίζει πως σε μερικά χρόνια θα αρχίσει σημαντική μείωση της παραγωγής των βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων και κατ’ επέκταση, μείωση και της ζήτησης για καταλυτικούς μετατροπείς και παλλάδιο. Δηλαδή, οι αυτοκινητοβιομηχανίες μπορούν να ανεχθούν τις ψηλές τιμές του παλλαδίου για μερικά ακόμα χρόνια, γιατί εκτιμούν πως η πλήρης στροφή προς την κατασκευή ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων θα μειώσει σημαντικά την εξάρτησή τους από αυτό.
Μπορεί το παλλάδιο να γνωρίσει ακόμα μεγαλύτερες δόξες στο εγγύς μέλλον, αλλά αν κοιτάξουμε 10 χρόνια μπροστά, είναι πολύ πιθανόν να μην είναι πλέον στο προσκήνιο.
Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.