Οι προβληματισμοί για τις συνέπειες που θα είχε στις παγκόσμιες αγορές αγροτικών προϊόντων ένας πόλεμος μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, αποδείχθηκαν βάσιμοι. Μέσα από το liberal markets ασχοληθήκαμε αρκετές φορές με το ζήτημα, και ειδικότερα με κάποια προϊόντα στα οποία οι δύο χώρες κατέχουν σημαντική θέση στην παγκόσμια αγορά. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα από το σιτάρι δεν μπορούμε να βρούμε.
Το γεγονός πως οι δύο αυτές χώρες πραγματοποιούν μαζί πάνω από το 25% των παγκοσμίων εξαγωγών σιταριού ήταν μία σίγουρη συνταγή για μεγάλα προβλήματα. Πραγματικά, με το ξεκίνημα της εισβολής η τιμή του σιταριού στο χρηματιστήριο του Σικάγου άρχισε μία έντονα ανοδική πορεία, ξεπερνώντας με μεγάλη άνεση τα 8 δολάρια/μπούσελ.
Μέσα σε μία εβδομάδα αυξήθηκε κατά 30%, και τώρα βρίσκεται κοντά στα 10,6 δολάρια, πλησιάζοντας την υψηλότερη τιμή που καταγράφεται από το 1960 και μετά, δηλαδή τα 12 δολάρια/μπούσελ, η οποία είχε σημειωθεί για πολύ λίγο, στις αρχές της άνοιξης του 2008, πριν ακριβώς 14 χρόνια.
Δεν είναι εύκολο να προβλέψουμε αν το σιτάρι θα ξαναπιάσει αυτό το ρεκόρ, ή αν θα το ξεπεράσει, δεν μας φαίνεται όμως καθόλου απίθανο. Δεν είναι όμως απαραίτητο να φθάσει μέχρι εκεί για να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα. Τα προβλήματα έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται ορατά, και μάλιστα αρκετά κοντά σε εμάς. Πριν λίγες μέρες είχαμε αναφερθεί στη δυσκολία που αντιμετώπιζε η Αίγυπτος να προμηθευθεί σημαντικές ποσότητες σιταριού.
Δυστυχώς, για τη χώρα, τα πράγματα δεν πάνε προς το καλύτερο. Μπορεί να έχει αποθέματα σιταριού για τέσσερις ακόμα μήνες, αλλά το γεγονός πως το 86% των ετήσιων εισαγωγών της χώρας σε σιτάρι προέρχονται από τις δύο αυτές χώρες τη φέρνει σε θέση αδυναμίας στην περίπτωση που η Ουκρανία και η Ρωσία μείνουν έξω από την παγκόσμια αγορά σιταριού για πάνω από μερικές εβδομάδες.
Για την Αίγυπτο, και για πολλές άλλες αραβικές και βορειοαφρικανικές χώρες, το θέμα της τιμής και των αποθεμάτων σιταριού είναι πάρα πολύ κρίσιμο. Το καθημερινό ψωμί των πολιτών της χώρας (η αραβική πίτα όπως λέμε στην Ελλάδα) είναι αναπόσπαστο μέρος της διατροφής των κατοίκων όλων αυτών των χωρών, και οποιαδήποτε σκέψη για αύξηση της τιμής του ή ανησυχία για έλλειψή του μπορεί πολύ εύκολα να γίνει αιτία για λαϊκή εξέγερση.
Κάτι τέτοιο είχαμε δει το 2011, με την περίφημη Αραβική Άνοιξη, μία εξέγερση που είχε ως αιτία και την αύξηση της τιμής του ψωμιού. Στην Αίγυπτο, όπως και σε άλλες γειτονικές της χώρες, η τιμή του ψωμιού είναι αντικείμενο κρατικής επιδότησης, προκειμένου να μην λείψει από τις φτωχές οικογένειες.
Ο τελευταίος που προσπάθησε να μειώσει τις κρατικές επιδοτήσεις ήταν ο Ανουάρ Σαντάτ τη δεκαετία του 1970, και η πρόθεσή του είχε προκαλέσει μεγάλες ταραχές με δεκάδες νεκρούς. Είναι απολύτως βέβαιο πως η μεγάλη αύξηση της τιμής του σιταριού πως θα φέρει σε πολύ δύσκολη θέση τους κρατικούς προϋπολογισμούς, και θα προκαλέσει και μεγάλα πολιτικά προβλήματα.
Στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα, οι περισσότερες κυβερνήσεις έχουν αρχίσει την αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών σιταριού, κυρίως από τη Βόρεια και τη Νότια Αμερική. Αυτό δεν είναι κάτι που απασχολεί μόνο τις χώρες της Βορείου Αφρικής και τις ανάγκες τους για σιτάρι.
Όπως αναφέρει σε χθεσινό ρεπορτάζ του το Bloomberg, η πολιτική ηγεσία της Κίνας έχει δώσει εντολή στους κρατικούς αξιωματούχους και στις διάφορες κρατικές υπηρεσίες και επιχειρήσεις, να «γυρίσουν τον κόσμο ανάποδα» προκειμένου να εξασφαλίσουν έγκαιρα επαρκείς ποσότητες από όλα τα απαραίτητα για τη χώρα εμπορεύματα. Ενεργειακές πρώτες ύλες, λιπάσματα, μέταλλα, αγροτικά προϊόντα περιλαμβάνονται στον κατάλογο που έχουν στα χέρια τους οι αξιωματούχοι.
Όπως προσθέτει το πρακτορείο, φαίνεται πως το κόστος εξασφάλισης των απαραίτητων αποθεμάτων είναι λιγότερο σημαντικό από την ενεργειακή και διατροφική ασφάλεια της χώρας. Μένοντας στα αγροτικά προϊόντα, αυτά που φαίνεται να απασχολούν περισσότερο την ηγεσία της χώρας είναι το καλαμπόκι και το ηλιέλαιο.
Αυτό είναι λογικό, αφού το 30% των κινεζικών εισαγωγών καλαμποκιού προέρχεται από την Ουκρανία, ενώ σχεδόν το 100% των εισαγωγών ηλιελαίου προέρχεται από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Γνωρίζοντας πόσο σοβαρά ασχολείται με τη διατροφική ασφάλεια της χώρας η κινεζική ηγεσία, μπορούμε να υποθέσουμε με σχετική βεβαιότητα πως δεν θα διστάσει πολύ να πληρώσει ακόμα πιο ακριβά για να προμηθευθεί όσο καλαμπόκι χρειάζεται, με προφανή αποτελέσματα στις τιμές.
Για να πάρουμε μία ιδέα για το τι μπορεί να σημαίνει αυτό, αρκεί να αναφέρουμε πως, σαν αποτέλεσμα των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Λευκορωσία, η Κίνα πληρώνει αυτή την εποχή 140% υψηλότερες τιμές για να εξασφαλίσει τις απαραίτητες, για την αγροτική παραγωγή της χώρας, ποσότητες λιπασμάτων, αγοράζοντας πλέον από τον Καναδά και το Ισραήλ.
Η αγωνία των χωρών της Βόρειας Αφρικής να εξασφαλίσουν το απαραίτητο σιτάρι, η ακόμα μεγαλύτερη αγωνία τους για το πόσο μεγάλη θα είναι η οικονομική τους επιβάρυνση από τη συνεχή άνοδο της τιμής του και η αποφασιστικότητα της Κίνας να προμηθευθεί, ανεξαρτήτως κόστους, ό,τι κρίνεται απαραίτητο για τη χώρα, δεν μπορεί να είναι «μεμονωμένα περιστατικά».
Είναι μάλλον προφανές πως όσες χώρες έχουν την οικονομική δυνατότητα, ασχολούνται αυτή την στιγμή πολύ σοβαρά με παρόμοια θέματα, ανάλογα με τις ανάγκες και τα χαρακτηριστικά της κάθε μίας, θυμίζοντας τη χθεσινή μας προσπάθεια να ασχοληθούμε με αυτό που χαρακτηρίσαμε «πόλεμο των εμπορευμάτων».
Ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αναταραχή που έχουν προκαλέσει οι, αυστηρότερες του αναμενομένου, κυρώσεις κατά της Ρωσίας, επιτάχυναν τις εξελίξεις και βλέπουμε μπροστά μας εικόνες που δεν περιμέναμε να δούμε τόσο γρήγορα. Φαίνεται πως ο πόλεμος των εμπορευμάτων δεν ακολουθεί απλώς, αλλά έχει αρχίσει ήδη (τουλάχιστον ένα από τα πρώτα επεισόδιά του).
Το αν η μεγάλη αύξηση τιμών που έχει ήδη προκαλέσει ο πόλεμος στην Ανατολική Ευρώπη θα μείνει κοντά μας για πολύ καιρό, ανεβάζοντας ακόμα περισσότερο τον πληθωρισμό και (πιθανότατα) πλήττοντας καίρια την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη θα είναι προφανώς συνάρτηση του πόσο γρήγορα και με ποιόν τρόπο θα τερματιστεί η σύρραξη.
Εννοείται πως όσο πιο γρήγορα τελειώσει, τόσο πιο μεγάλες θα είναι οι πιθανότητες σημαντικής αποκλιμάκωσης των τιμών. Για να γίνει αυτό όμως, θα πρέπει ο πόλεμος να τερματιστεί με τέτοιον τρόπο που να επιτρέψει την ουσιαστική άρση των κυρώσεων που έχουν επιβληθεί στη Ρωσία, σενάριο που δεν συγκεντρώνει – κατά την άποψή μας βέβαια – πολλές πιθανότητες.
Όσο περισσότερο θα παραμένει η Ρωσία έξω από την καθημερινή λειτουργία της παγκόσμιας οικονομίας, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πιθανότητα να βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα κύμα ακρίβειας μεγάλης διάρκειας. Καθόλου ευχάριστη προοπτική, για να είμαστε ειλικρινείς.