Τα μάτια των χρηματιστηριακών αγορών είναι στραμμένα στις πρωτεύουσες των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς οι κεντρικές τράπεζες των δύο χωρών θα ανακοινώσουν σήμερα το απόγευμα (η αμερικανική Federal Reserve Bank) και αύριο το μεσημέρι (η Bank of England) τις αλλαγές στη νομισματική πολιτική τους.
Οι αγορές είναι σίγουρες πως η Fed θα αυξήσει τα επιτόκια αναφοράς τουλάχιστον κατά 0,50% και η Bank of England τουλάχιστον κατά 0,25%. Επίσης, περιμένουν να ακούσουν και λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίον οι δύο κεντρικές τράπεζες σκοπεύουν να αρχίσουν να μειώνουν το ενεργητικό τους, δηλαδή να πωλούν τα ομόλογα που έχουν συσσωρεύσει στα θησαυροφυλάκιά τους τα τελευταία χρόνια.
Βέβαια, το πόσο ακριβώς θα ανεβάσουν τα επιτόκια αυτή την εβδομάδα δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία όσο το ύψος στο οποίο θα φτάσουν τελικά όταν ολοκληρωθεί αυτός ο κύκλος ανόδου που έχει ξεκινήσει παγκοσμίως εδώ και μερικούς μήνες.
Εδώ οι απόψεις διίστανται, αφού άλλοι περιμένουν πως τα (αμερικανικά) επιτόκια αναφοράς θα σταματήσουν την άνοδό τους κοντά στο 3% και άλλοι εκτιμούν πως θα αυξηθούν ακόμα περισσότερο, ίσως και μέχρι το 5%, όπως πιθανολόγησε χθες ο γνωστός οικονομολόγος και καθηγητής του Χάρβαρντ Ken Rogoff. Αυτό όμως που έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι το χρονικό διάστημα για το οποίο τα επιτόκια θα μείνουν στο τελικό τους επίπεδο.
Όσο περισσότερο μείνουν σε υψηλά επίπεδα, τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να δούμε να αλλάζουν πράγματα που τα τελευταία χρόνια έχουμε μάθει να θεωρούμε σχεδόν αυτονόητα. Χωρίς να είμαστε ακόμα σε θέση να πούμε αν οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι σημαντικές ή όχι, θα προσπαθήσουμε να φανταστούμε τι θα σήμαινε ένα οικονομικό περιβάλλον με βραχυπρόθεσμα επιτόκια κοντά στο 5% για ένα διάστημα που θα ξεπεράσει τους δώδεκα μήνες.
Η πιο προφανής συνέπεια μίας τέτοιας κατάστασης είναι βέβαια η μεγάλη επιβάρυνση των δανειοληπτών, αυτών που έχουν ήδη συνάψει δάνεια με κυμαινόμενα επιτόκια και όσων θα θελήσουν, ή θα χρειαστεί, να δανειστούν μεγάλα χρηματικά ποσά. Μιλώντας αρχικά για απλούς πολίτες και όχι για επιχειρήσεις, θα εστιάσουμε στην επιβάρυνση που θα έχουν τα στεγαστικά δάνεια.
Για λόγους ευκολίας, θα χρησιμοποιήσουμε στοιχεία που ήδη βρίσκουμε στον διεθνή οικονομικό Τύπο. Ψάχνοντας το Bloomberg, το Reuters και άλλες παρόμοιες πηγές πληροφόρησης, μπορούμε εύκολα να δούμε πως τα επιτόκια των νέων στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ έχουν ήδη ανεβεί σημαντικά από την αρχή του χρόνου, ακολουθώντας την αύξηση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων των ΗΠΑ (η ετήσια απόδοση του δεκαετούς ομολόγου έχει φθάσει το 3%, ενώ στην αρχή του χρόνου ήταν αρκετά κάτω από το 2%).
Το επιτόκιο ενός συνηθισμένου στεγαστικού δανείου τριακονταετούς διαρκείας έχει φθάσει στο 5,1% ενώ στην αρχή του 2022 ήταν στο 3%. Όπως αναφέρουν τα στοιχεία της ένωσης των μεσιτών ακίνητης περιουσίας, αυτό σημαίνει πως η μηνιαία δόση που θα πρέπει να καταβάλλει ο δανειολήπτης έχει ήδη αυξηθεί κατά περίπου 35% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. Εφόσον η άνοδος των επιτοκίων συνεχιστεί, είναι βέβαιο πως θα μεγαλώσει ακόμα περισσότερο και η επιβάρυνση των δανειοληπτών.
Εκτός από τους πολίτες, χρήματα δανείζονται και οι επιχειρήσεις. Εδώ δεν είναι εύκολο να βρεθούν κάποια στοιχεία αντίστοιχα με αυτά που μόλις παραθέσαμε για να δείξουμε την επιβάρυνση των επιχειρήσεων. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία πως και οι επιχειρήσεις θα πρέπει να προετοιμαστούν για σημαντική αύξηση του κόστους δανεισμού. Ξέρουμε βέβαια πως μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων έχει εκμεταλλευθεί το πολύ χαμηλό επίπεδο επιτοκίων των τελευταίων ετών, συνάπτοντας μακροπρόθεσμα δάνεια σταθερού επιτοκίου, εξασφαλίζοντας χαμηλές μηνιαίες δόσεις για πολύ καιρό ακόμα.
Παρ’ όλα αυτά, πολλές άλλες θα πρέπει σύντομα να αναζητήσουν νέα δάνεια, είτε για την αναχρηματοδότηση παλαιότερων που πλησιάζουν στη λήξη τους, είτε για να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις, είτε γιατί θα χρειαστούν κεφάλαια για να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και των καυσίμων που έχει λάβει χώρα την τελευταία διετία.
Επιβάρυνση όμως θα υποστούν και όλες οι χώρες που δανείζονται μεγάλα χρηματικά ποσά. Αυτές που θα νοιώσουν πρώτες τις συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων είναι αυτές που βρίσκονται ήδη σε κακή δημοσιονομική κατάσταση. Έχοντας τη σχετική εμπειρία την τελευταία δεκαπενταετία, δεν χρειάζεται να πούμε κάτι παραπάνω για το συγκεκριμένο θέμα.
Η αύξηση του κόστους δανεισμού είναι βέβαιο πως προκαλεί μείωση των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων. Στην περίπτωση που αυτές οι επιχειρήσεις είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο, η μείωση της κερδοφορίας προκαλεί και μείωση των χρηματιστηριακών αποτιμήσεων. Η σχέση της χρηματιστηριακής αξίας με την κερδοφορία, όπως και το ύψος των δανειακών υποχρεώσεων είναι από τα πρώτα πράγματα που εξετάζουν οι επενδυτές.
Προβληματισμό στους επενδυτές προκαλεί επίσης η μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας που μπορεί να προκαλέσει η δυσκολία στη λήψη στεγαστικών δανείων. Εννοείται επίσης, πως στις αγορές δεν αρέσει καθόλου η επιδείνωση της πιστοληπτικής ικανότητας ανεξάρτητων κρατών, κάτι που είναι πολύ πιθανόν να γίνει με όσα κράτη θα αρχίσουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες λόγω της αύξησης των επιτοκίων.
Αφού μιλάμε για τις χρηματιστηριακές αγορές και τα προβλήματα που πιθανώς να αντιμετωπίσουν στην περίπτωση που τα επιτόκια φθάσουν σε επίπεδα όπως αυτά που φοβάται ο Ken Rogoff, πολύ πιθανή είναι η μείωση των διαθεσίμων ποσών για επενδύσεις από τη μεριά μεγάλων ιδιωτών επενδυτών που χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια δανειακά κεφάλαια στις επενδύσεις τους.
Σε αυτούς πρέπει να συμπεριλάβουμε και τις εταιρείες τύπου private equity, οι οποίες έχουν συνηθίσει να δανείζονται με πολύ χαμηλό κόστος και να επενδύουν τα χρήματα στο χρηματιστήριο και σε εξαγορές μεγάλων επιχειρήσεων. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχάσουμε πως ένα σημαντικό μέρος των αγορών ιδίων μετοχών στις οποίες προβαίνουν μεγάλες επιχειρήσεις, ιδίως του κλάδου της τεχνολογίας, γίνεται με χρήση φθηνών δανειακών κεφαλαίων.
Η μείωση των κεφαλαίων που είναι διαθέσιμα για χρηματιστηριακές επενδύσεις θα μειώσει και τις ευκαιρίες χρηματοδότησης για τις αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις. Στη χώρα μας μπορεί να έχουμε σχεδόν ξεχάσει τι σημαίνει χρηματοδότηση μέσω του χρηματιστηρίου για νέες και αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις, αλλά στο εξωτερικό, όχι μόνο στις ΗΠΑ, αυτή η χρηματοδότηση είναι ζωτικής σημασίας την τελευταία δεκαετία.
Πολλές επιχειρήσεις που τώρα είναι καταξιωμένες κατάφεραν να μεγαλουργήσουν βασιζόμενες στις αυξήσεις κεφαλαίου που έκαναν με τη συμμετοχή των μετόχων τους στο χρηματιστήριο, είτε κατά την είσοδό τους στο χρηματιστήριο είτε αργότερα. Εταιρείες όπως η Tesla δεν θα τα είχαν καταφέρει χωρίς τη χρηματιστηριακή χρηματοδότηση, η οποία σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στα χαμηλά επιτόκια.
Συμπερασματικά, η πιθανή παρατεταμένη παραμονή των επιτοκίων σε υψηλά (τουλάχιστον σε σύγκριση με τα σημερινά) επίπεδα θα προκαλέσει αλυσιδωτές αρνητικές συνέπειες στους πολίτες, τις επιχειρήσεις και τις χρηματιστηριακές αγορές. Προφανώς λοιπόν θα πλήξει και τη συνολική οικονομική δραστηριότητα και τον τρόπο ζωής που έχουμε συνηθίσει, αφού, κακά τα ψέματα, η ευκολία ανάληψης δανεισμού σε ατομικό επίπεδο έχει διευκολύνει πολύ την ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών ανά τον κόσμο, είτε μιλάμε για αγορά αυτοκινήτων και κινητών τηλεφώνων, είτε οικιακών συσκευών και επίπλων.
Για να αποφύγουμε πιθανές παρεξηγήσεις, δεν προβλέπουμε πως τα επιτόκια θα φθάσουν το επίπεδο του 5% και θα παραμείνουν εκεί για μεγάλο διάστημα. Αυτό το σενάριο μπορεί να μείνει στη φαντασία μας αν τα πολυπόθητα σημάδια αποκλιμάκωσης των πληθωριστικών πιέσεων αρχίσουν να φαίνονται μέσα στο 2022 ή στις αρχές του 2023. Αν όμως δεν μείνει στη φαντασία μας, και οι κεντρικές τράπεζες κρίνουν πως η καταπολέμηση του πληθωρισμού απαιτεί αυτή την πολύ οδυνηρή θεραπεία, καλό είναι να έχουμε μία μικρή ιδέα για το τι μας περιμένει.