Στον τίτλο «ΓΗΠΕΔΟ ΧΑΛΙ», στην ποδοσφαιρική Ελλάδα, ο τόνος στη δεύτερη λέξη είναι είτε προαιρετικός είτε κατά το δοκούν. Η μιζέρια της εγχώριας κατάστασης αποτυπώνεται και στην άθλια εικόνα των περισσότερων αγωνιστικών χώρων. Τα πράγματα χειροτέρεψαν με την κακοκαιρία των ημερών και τις αναβολές των αγώνων του ΠΑΣ Γιάννινα με τον Παναθηναϊκό για το κύπελλο και – για 24 ώρες – της Λάρισας με την ΑΕΚ. Η οδηγία που υπάρχει στους κανονισμούς της ΕΠΟ είναι σαφής αλλά κανείς δεν την εφαρμόζει. Κάθε έδρα «πρέπει να διαθέτει σύστημα αποστράγγισης υδάτων ώστε να μην μπορεί να καταστεί ακατάλληλος ο αγωνιστικός χώρος λόγω πλημμύρας», αλλά...
Με εξαίρεση 3 – 4 γήπεδα, τα υπόλοιπα είναι εντελώς ακατάλληλα για διεξαγωγή αγώνων με δύσκολες καιρικές συνθήκες. Η ακαταλληλότητα οφείλεται και στην κατασκευή, αλλά και στην ελλιπή συντήρηση. Επιπλέον, το γεγονός ότι συχνά οι ομάδες δεν είναι ιδιοκτήτριες των χώρων, αλλά νοικιάζουν τις εγκαταστάσεις από Δήμους ή την Πολιτεία, δεν επιτρέπει ελιγμούς. Ακόμη και οι καλές προθέσεις «σκοντάφτουν» συχνά πάνω στην αργοκίνητη γραφειοκρατία...
Τον περασμένο Δεκέμβριο, έπειτα από πρόγνωση για έντονη βροχόπτωση στο Αγρίνιο, πριν από αγώνα Παναιτωλικού - Λάρισας, ο γεωπόνος Αντώνης Γκριμότσης, υπεύθυνος συντήρησης του γηπέδου, είχε αναφέρει με ανάρτησή του στα social media πως «σε όλα τα γήπεδα του κόσμου, η βασική μέριμνα στο κατασκευαστικό κομμάτι του αγωνιστικού χώρου είναι η ταχύτητα διήθησης του νερού». Είχε εξηγήσει πως «το “Wembley” “τραβάει” το νερό με 1.000 mm/h, ένα μεσαίου επιπέδου γήπεδο Champions League με 250-500 mm/h και στην Ελλάδα, πλην του “Γ. Καραϊσκάκης” και της Τούμπας, με 15 mm/h...». Τα έργα βελτίωσης, πάντως, επέτρεψαν στο γήπεδο του Αγρινίου (όπου βρέχει συνήθως περισσότερο και από το Λονδίνο!) να «συντομεύσει» τη διήθηση από τα 2-8 mm/h στα 15/20 mm/h.
Το κόστος ενός αξιόλογου αποστραγγιστικού συστήματος γηπέδου ποδοσφαίρου ανέρχεται τουλάχιστον στις 200.000 - 250.000 ευρώ. Λίγες ομάδες, ωστόσο, έχουν μπει στον κόπο. Πριν από μερικές εβδομάδες, η ΠΑΕ Παναθηναϊκός προχώρησε σε έργα συντήρησης στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας αντί 150.000 και μετακόμισε εκεί από το Ολυμπιακό Στάδιο, με έξτρα αγορά ειδικού φωτισμού από την Ολλανδία, για σωστή ανάπτυξη του χόρτου. Προ τριετίας, ο Αρης «σουλούπωσε» το τερέν του «Κλεάνθης Βικελίδης» με κόστος 250.000 ευρώ.
Ο κ. Γκριμότσης έχει επίσης εξηγήσει ότι τα σύγχρονα γήπεδα αποτελούνται από άμμο συγκεκριμένης κοκκομετρίας, σφαιρικότητας και χαλικιού, με χαρακτηριστικά που έχουν «κοπιάρει» οι κατασκευαστές από τα κορυφαία γήπεδα γκολφ. Στην Ελλάδα μόνο το γήπεδο του Ολυμπιακού διαθέτει αντίστοιχη υποδομή. Επίσης οι εγκαταστάσεις στο προπονητήριο του Ρέντη έχουν και υβριδικά γήπεδα. Τα γήπεδα του ΠΑΟΚ και του Αρη φέρουν συστήματα πλαστικών ινών που συντηρούν τον φυσικό χλοοτάπητα από τη φθορά και κάνουν χρήση ειδικών φωτισμών.
Στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, αντίθετα, η παλαιότερη τοποθέτηση χλοοτάπητα με υπόστρωμα μεγάλης περιεκτικότητας αργίλου και πηλού, προκαλούσε λακκούβες που συγκρατούσαν ανεπιθύμητη υγρασία. Παρά το γεγονός ότι συνήθως σε κρατικά στάδια η γραφειοκρατία είναι ανασταλτικός παράγοντας, τον Δεκέμβριο του 2020 η ΠΑΕ ΑΕΚ αντικατέστησε σε (απρόσμενα μικρό) χρονικό διάστημα πέντε ημερών τον προβληματικό χλοοτάπητα.
Τα άσχημα γήπεδα στην Ελλάδα οφείλουν τις αστοχίες τους σε λανθασμένες ή απαρχαιωμένες μεθόδους εγκατάστασης. Προκρίνονται διαδικασίες που μπορεί να δείχνουν αρχικά φθηνότερες από άλλες, ωστόσο τις περισσότερες φορές «εκτοξεύουν» το ποσό συντήρησης ή αντικατάστασης. Ταυτόχρονα, σε λίγους χώρους γίνεται εκτίμηση του προσανατολισμού του γηπέδου και των κλιματολογικών συνθηκών της εκάστοτε περιοχής.
Οι διαδικασίες δεν βελτιώνονται και λόγω έλλειψης κατάλληλου προσωπικού ή ασχολίας υπαλλήλων δίχως την απαραίτητη ειδίκευση, κάτι που προφανώς θα πρέπει να ήταν και καθήκον των ομάδων, έστω και αν σε δημοτικά στάδια θα δημιουργούσε θέματα αρμοδιότητας... Τέλος, η ατάκα «ό,τι πληρώσεις, παίρνεις», ισχύει και στη συντήρηση. Σύμφωνα με αναφορές, στην Ευρώπη το μπάτζετ συντήρησης ενός γηπέδου δεν πέφτει ποτέ κάτω από τις 250.000 ευρώ ετησίως, ενώ οι αντίστοιχες τιμές στην Ελλάδα δεν ξεπερνούν τις 40.000.