«Ὑπὸ δὲ τοὺς χρόνους τούτους λοιμὸς γέγονεν, ἐξ οὗ δὴ ἅπαντα ὀλίγου ἐδέησε τὰ ἀνθρώπεια ἐξίτηλα εἶναι. ἅπασι μὲν οὖν τοῖς ἐξ οὐρανοῦ ἐπισκήπτουσιν ἴσως ἂν καὶ λέγοιτό τις ὑπ' ἀνδρῶν τολμητῶν αἰτίου λόγος, οἷα πολλὰ φιλοῦσιν οἱ ταῦτα δεινοὶ αἰτίας τερατεύεσθαι οὐδαμῆ ἀνθρώπῳ καταληπτὰς οὔσας, φυσιολογίας τε ἀναπλάσσειν ὑπερορίους, ἐξεπιστάμενοι μὲν ὡς λέγουσιν οὐδὲν ὑγιὲς, ἀποχρῆν δὲ ἡγούμενοι σφίσιν, ἤν γε τῶν ἐντυγχανόντων τινὰς τῷ λόγῳ ἐξαπατήσαντες πείσωσι» Με αυτά τα λόγια, που μιλούν για τη θνητότητα των ανθρώπων αλλά και τη συμπεριφορά τους στην ασθένεια, ο μέγας ιστορικός της βυζαντινής εποχής Προκόπιος ξεκινά την περιγραφή της αρρώστιας που αποκλήθηκε «Ιουστινιανειος πανώλη» και μείωσε δραματικά τον πληθυσμό της ανατολικής Μεσογείου αλλά και της νότιας Ευρώπης.
Ο Προκόπιος είχε γεννηθεί στην Καισάρεια της Παλαιστίνης περί το 500 και όπως φαίνεται ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Σπούδασε ρητορική και σοφιστική όπως και νομικά. Πήγε στην πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολη σε νεαρή ηλικία, όπου άσκησε το επάγγελμα του ρήτορα και του δικηγόρου. Εγκαταστάθηκε μόνιμα εκεί και από το 527, οπότε ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Ιουστινιανός διορίστηκε στο επιτελείο του στρατηγού Βελισάριου με καθήκοντα γραμματέα και συμβούλου. Ακολούθησε τον στρατηγό σε εκστρατείες του και έζησε από κοντά την πολιορκία της Ρώμης από αυτούς και την πολιορκία και κατάληψη της πρωτεύουσάς τους Ραβέννας από τους Βυζαντινούς.
Το 540 γύρισαν στην Κωνσταντινούπολη όπου ο Βελισάριος διορίστηκε στρατηγός στην Ανατολή κατά των Περσών για δεύτερη φορά. Ο Προκόπιος ήταν αυτόπτης μάρτυρας του μεγάλου λοιμού (πανώλη) που σκόρπισε τον θάνατο στην Κωνσταντινούπολη (541-542), τον οποίο και περιγράφει πολύ αναλυτικά. Αυτό περίπου το διάστημα ο Βελισάριος πέφτει σε δυσμένεια και απομακρύνεται, πράγμα που έχει τις επιπτώσεις του και στον Προκόπιο. Όταν ο Βελισάριος ανακλήθηκε στην ενεργό δράση το 544 και τέθηκε επικεφαλής νέας εκστρατείας κατά των Οστρογότθων της Ιταλίας ο Προκόπιος μπήκε πάλι στην υπηρεσία του. Από το 549 και μετά βρίσκεται σταθερά στην Κωνσταντινούπολη, όπου και εικάζεται ότι πέθανε το 554, χρονιά στην οποία σταματάει το ιστοριογραφικό του έργο ή κατ' άλλους μεταξύ 560-570, που είναι και το πιθανότερο.
Ο Ιουστινιανός Α΄ (Φλάβιος Πέτρος Σαββάτιος, 11 Μαΐου 482–14 Νοεμβρίου 565), γνωστός και ως Μέγας Ιουστινιανός, βασίλεψε κατά το χρονικό διάστημα 527–565. Σύμφωνα με όσα αναφέρει στη μελέτη του «Οι θαυματουργικές θεραπείες των ασθενειών του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ (482–565 μ.Χ.)» ο Ν. Σταυρακάκης από το Βενιζέλειο Νοσοκομείο, Ηρακλείου Κρήτης, «Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης του Ιουστινιανού η βυζαντινή αυτοκρατορία επέκτεινε τα σύνορά της από τους Άγιους τόπους και τα βάθη της Ανατολίας και της Αρμενίας έως τις Ηράκλειες Στήλες (Γιβραλτάρ) και έγινε η κυρίαρχη δύναμη στο χώρο της Μεσογείου».
Ο Προκόπιος αυτόπτης
Η κωδικοποίηση των νόμων, η κατασκευή οχυρωματικών έργων σε όλη τη βυζαντινή επικράτεια, η ανέγερση δημόσιων οικοδομημάτων, με αποκορύφωμα το μνημείο της Αγίας Σοφίας, η εισαγωγή της καλλιέργειας του μεταξιού από την Κίνα, οι θρησκευτικές μεταρρυθμίσεις και η ενίσχυση των δημόσιων οικονομικών αποτελούν τη σημαντικότερη παρακαταθήκη του Ιουστινιανού. Ο ιστορικός Προκόπιος, όπως λέει ο κ. Σταυρακάκης, «προβαίνει σε λεπτομερείς καταγραφές της προσωπικότητας και των συνηθειών του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας και περιγράφει λεπτομερώς το υγειονομικό ιστορικό τους. Κατά την περίοδο της βασιλείας του αυτοκράτορα (527–565) μεγάλη επιδημία πανώλης έπληξε την αυτοκρατορία, γνωστή και ως «λοιμός του Ιουστινιανού» (541–542). Η πανώλη εμφανίστηκε αρχικά στο Πηλούσιο της Αιγύπτου («…Ἤρξατο µὲν ἐξ Αἰγυπτίων οἳ ᾤκηνται ἐν Πηλουσίῳ…» σύμφωνα με τον Προκόπιο) μια πόλη ανατολικά του σημερινού Πόρτ Σάιντ) και από εκεί, πολύ σύντομα, προσέβαλε όλον το γνωστό τότε κόσμο «…πᾶσαν γῆν ἐπινεµηθήσης…», «…ἀλλὰ περιεβάλλετο µὲν τὴν γῆν ξύµπασαν…», «…πάσαν δέ τήν οικουµένην διέδραµε…». Η αρρώστια έπληξε αδιακρίτως τους πάντες «…βίους δὲ ἀνθρώπων ἅπαντας ἔβλαψε…», αφανίζοντας ολόκληρες πόλεις «…πόλεις ἐπί τοσούτον κατεσχέθησαν ἄχρι καί τοῦ παντάπασι κενάς οἰκητόρων γενέσθαι…», «…κεναί τῶν οἰκητόρων ἐγένοντο…» χωρίς να μπορέσει κανένας να δώσει κάποια εξήγηση για τη μεγάλη γεωγραφική της εξάπλωση «…τούτῳ µέντοι τῷ κακῷ πρόφασίν τινα ἢ λόγῳ εἰπεῖν ἢ διανοίᾳ λογίσασθαι µηχανή τις οὐδεµία ἐστὶ…».
Ένα χρόνο μετά, στα μέσα της άνοιξης του 542, η επιδημία φθάνει στην Κωνσταντινούπολη «… δευτέρῳ δὲ ἔτει ἐς Βυζάντιον µεσοῦντος τοῦ ἦρος ἀφίκετο…». Ο ίδιος ο αυτοκράτορας προσβλήθηκε από πανώλη «…καὶ αὐτῷ γὰρ ξυνέπεσε βουβῶνα ἐπῆρθαι…» με αποτέλεσμα να νοσήσει πολύ σοβαρά «…βασιλεί δέ Ιουστινιανώ χαλεπώτατα νοσήσαι ξυνέβη…». Η κατάσταση της υγείας του αυτοκράτορα επιδεινώθηκε τόσο ώστε σε όλους δινόταν η εντύπωση ότι θα πεθάνει γρήγορα. Η ασθένεια ήταν τόσο σοβαρή που τον έφερε στα πρόθυρα του θανάτου, «…ώστε ἐλέγετο ότι ἀπολώλει…», γεγονός που είχε πολιτικές επιπτώσεις, θέτοντας θέμα διαδοχής, προκαλώντας την οργή και την αντίδραση της αυτοκράτειρας Θεοδώρας.
Οι ιατροί στο Μέγα Παλάτιον τον είχαν εγκαταλείψει, θεωρώντας τον νεκρό «…ὅτι δή ἀποθάνοι, πρός τέ τῶν ἰατρῶν ἀπολελειµµένον ἀτέ δέ ἐν νεκροῖς κείµενον…». Τότε παρουσιάστηκαν σε όραμα οι Άγιοι Ανάργυροι και έδωσαν την πολυπόθητη θεραπεία «…ἔς ὄψιν ἐλθόντες ἐσώσαντο οἱ ἅγιοι οὗτοι, ἐκ τοῦ παραδόξου καί τοῦ παραλόγου, καί ὀρθόν ἔστησαν…».
Ξεκίνησε το 540
Η «πανώλη του Ιουστινιανού», σημειώνει στη δική της μελέτη «Επιδημίες και σεισμοί στα χρόνια των πρώτων Ισαύρων η Ειρήνη Αβραμίδου, ξέσπασε για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του βυζαντινοπερσικού πολέμου που ξεκίνησε το 540. Ο βασιλιάς των Περσών Χοσρόης ξεκίνησε τον πόλεμο εναντίον της βυζαντινής αυτοκρατορίας την άνοιξη του έτους αυτού.
Ακριβής ημερομηνία της εμφάνισης του λοιμού δεν μας παραδίδεται, ωστόσο οι πληροφορίες που παραθέτει ο Προκόπιος στα κεφάλαια του έργου του μας βοηθούν να τοποθετήσουμε χρονικά το γεγονός στο έτος Ως αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων, μας πληροφορεί πως κατά τη διάρκεια της άνοιξης του τρίτου έτους του βυζαντινοπερσικού πολέμου και πιο συγκεκριμένα στα μέσα αυτής, δηλαδή περίπου το μήνα Απρίλιο του 542, η πανώλη προσέβαλε την πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους, «δευτέρῳ δέ ἔτει ἐς Βυζάντιον μεσοῦντος τοῦ ἦρος ἀφίκετο» .
Ο Προκόπιος, αυτόπτης μάρτυρας, περιγράφει τα συμπτώματα της ως εξής: «ἐπύρεσον ἄφνω, οἱ μέν ἐξ ὕπνου ἐγηγερμένοι, οἱ δέ περιπάτους ποιούμενοι, οἱ δέ ἄλλο ὅ τι δή πράσσοντες. καί τό μέν σῶμα οὔτε τι διήλλασσε τῆς προτέρας χροιᾶς οὔτε θερμόν ἦν, ἅτε πυρετοῦ ἐπιπεσόντος, οὐ μήν οὐδέ φλόγωσις ἐπεγίνετο, ἀλλ’ οὕτως ἀβληχρός τις ἐξ ἀρχῆς τε καί ἄχρις ἑσπέρας ὁ πυρετός ἦν ὥστε μήτε τοῖς νοσοῦσιν αὐτοῖς μήτε ἰατρῷ ἁπτομένῳ δόκησιν κινδύνου παρέχεσθαι. οὐ γάρ οὖν οὐδέ τις τελευτᾶν τῶν περιπεπτωκότων ἀπ’ αὐτοῦ ἔδοξεν. ἡμέρᾳ δέ τοῖς μέν τῇ αὐτῇ, τοῖς δέ τῇ ἐπιγενομένῃ, ἑτέροις δέ οὐ πολλαῖς ὕστερον βουβών ἐπῆρτο, οὐκ ἐνταῦθα μόνον, ἔνθα καί τό τοῦ σώματος μόριον, ὅ δή τοῦ ἤτρου ἔνερθέν ἐστι, βουβών κέκληται, ἀλλά καί τῆς μάλης ἐντός, ἐνίοις δέ καί παρά τά ὦτα καί ὅπου ποτέ τῶν μηρῶν ἔτυχε». Ορισμένοι ασθενείς έπεφταν σε κώμα, ενώ άλλοι εμφάνιζαν έντονο παραλήρημα . Ο θάνατος τους ήταν σε κάποιες περιπτώσεις άμεσος.
Ωστόσο υπήρχαν και περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι νοσούντες κατάφερναν τελικά να επιβιώσουν, «ὅσοις μέν οὖν μείζων τε ὁ βουβών ᾔρετο καί ἐς πῦον ἀφῖκτο, τούτοις δή περιεῖναι τῆς νόσου ἀπαλλασσομένοις ξυνέβαινεν, ἐπεί δῆλον ὅτι αὐτοῖς ἡ ἀκμή ἐς τοῦτο ἐλελωφήκει τοῦ ἄνθρακος, γνώρισμά τε τῆς ὑγείας τοῦτο ἐκ τοῦ ἐπί πλεῖστον ἐγίνετο» . Ο Προκόπιος κάνει ακόμη λόγο για ασθενείς που έφτυναν αίμα, «πολλούς δέ καί τις αὐτόματος αἵματος ἐπιγινόμενος ἔμετος εὐθύς διεχρήσατο», γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στις διαταραχές που προκλήθηκαν από τη νόσο στο πεπτικό σύστημα των ασθενών, ενώ δεν αποκλείεται να παρουσιάστηκαν και ορισμένες περιπτώσεις πνευμονικής πανώλης. Οι διαταραχές του πεπτικού συστήματος ήταν συχνές στα θύματα της νόσου πιθανώς λόγω της διατροφής τους. Ο Ευάγριος Σχολαστικός αναφέρει ως σύμπτωμα της νόσου τη διάρροια, «ἄλλοις ῥύσις γαστρός ἐγίγνετο». Στις πηγές δε συναντάμε πληροφορίες για τον τρόπο αντιμετώπισης της νόσου από τους γιατρούς, παρά μόνο στον Προκόπιο που αναφέρει πως «ἀπορούμενοι γοῦν τῶν τινές ἰατρῶν τῇ τῶν ξυμπιπτόντων ἀγνοίᾳ τό τε τής νόσου κεφάλαιον ἐν τοῖς βουβῶσιν ἀποκεκρίσθαι οἰόμενοι, διερευνᾶσθαι τῶν τετελευτηκότων τά σώματα ἔγνωσαν. καί διελόντες τῶν βουβώνων τινάς, ἄνθρακος δεινόν τι χρῆμα ἐμπεφυκός εὗρον». Η νόσος μαινόταν στη βυζαντινή πρωτεύουσα για τέσσερις ολόκληρους μήνες, με μεγαλύτερη ένταση τους τρεις από αυτούς και έπληξε τους κατοίκους της ανεξάρτητα από το φύλο και την ηλικία τους. Αρχικά ο αριθμός των θανάτων δεν ήταν πολύ μεγαλύτερος από το συνηθισμένο, στη συνέχεια όμως τα ποσοστά θνησιμότητας αυξήθηκαν δραματικά, ώσπου οι νεκροί υπολογίζονταν σε πέντε χιλιάδες ημερησίως ή ακόμη και σε δέκα χιλιάδες ή και περισσότεροι,
Η εικόνα της Κωνσταντινούπολης την περίοδο αυτή, όπως περιγράφεται από τον Προκόπιο, είναι η εικόνα μίας πόλης έρημης, όπου δύσκολα συναντούσε κανείς άνθρωπο στους δρόμους, ενώ κάθε είδους εργασία, αλλά και το εμπόριο είχαν παύσει. Την ίδια περίπου περίοδο που η επιδημία της πανώλης μάστιζε τη βυζαντινή πρωτεύουσα η νόσος έπληξε τον περσικό στρατό και τον ίδιο τον Πέρση βασιλιά Χοσρόη «ἐς χωρίον Ἀδαρβιγάνων», όπου ο τελευταίος είχε συγκεντρώσει το στρατό του, προκειμένου να εισβάλλει στο βυζαντινό έδαφος.