«Αξιος εστί» και «Ουρανομήκης». Πολλές φορές περιέγραφαν με αυτές τις λέξεις τον Μίκη Θεοδωράκη που έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών. Εκείνον, που στην Ελλάδα όλοι αποκαλούν με το μικρό του όνομα και στο εξωτερικό όλοι συσχετίζουν με την Ελλάδα. Που αποτελεί πρόσωπο εμβληματικό και σύμβολο της πατρίδας. Αυτής, που ενώ στάθηκε για εκείνον πολλές φορές μητριά, δεν έπαψε να τη λατρεύει και να την υπηρετεί. Και ας του το αμφισβήτησαν συχνά οι δομές της εξουσίας.
Αντιμετωπίσατε το θάνατο πολλές φορές, από πολύ νέος, θαρραλέα. Νιώθετε πια συμφιλιωμένος μαζί του; Τον ρώτησαν κάποτε.«Απολύτως», είχε απαντήσει.
- Τον σκέφτεστε ποτέ;
«Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης είναι πολύ δυνατό και φυσικά το έχω κι εγώ. Δε θέλω να πεθάνω, κανείς άνθρωπος δε θέλει. Φροντίζει, όμως, η φύση να σε προετοιμάζει, καθώς δε σού επιτρέπει να πολυβγαίνεις, καθώς σε εξασθενεί. Σε πηγαίνει προς την κατεύθυνση αυτή , να πέσεις μαλακά. Αδικος είναι ο βίαιος θάνατος, όταν είσαι νέος. Σε μας ο θάνατος είναι δίκαιος. Περισσότερο με απασχολούσε πάντα ο θάνατος για τα ιδανικά. Τον έβλεπα σα μια μονομαχία στην οποία ήθελα να είμαι ισότιμος με τον αντίπαλο απέναντί μου. Κι έγινα τόσο δυνατός σ’ αυτό, ώστε καλώ και σήμερα το Χάρο να έρθει να χορέψουμε μαζί έναν χορό. Ετσι τον είχα φανταστεί κάποτε. Σαν έναν βρακοφόρο Κρητικό λεβέντη, καβάλα σ’ ένα ωραίο λευκό άλογο, που ήρθε να με πάρει, εκτός αν μπορούσα να τού γλυκάνω την καρδιά, εκτός αν του έπαιζα μια μουσική για να χορέψει. Γιατί, βλέπεις, δεν ακούει συχνά μουσική για χορούς. Και τότε κάλεσα τους μουσικούς μου και του παίξαμε τα «Περιβόλια» . Και φαίνεται τον άγγιξε ο δεύτερος στίχος και άρχισε να χορεύει».
- Ακόμα έτσι τον φαντάζεστε; Σα βρακοφόρο λεβέντη;
«Ευτυχώς, δεν είναι τίποτα. Μια στιγμή είναι. Ένα σκοτάδι και τελειώνουν όλα…».
Η αγάπη και η υπευθυνότητά του απέναντι στην Ελλάδα και στον ελληνικό λαό τον οδήγησαν πολλές φορές σε περιπέτειες. Γνήσιος δημοκράτης, που έδωσε μάχες για τη Δημοκρατία και τη Δικαιοσύνη, δεν θα παράκουε ποτέ αυτό που θεωρούσε λαϊκό κέλευσμα. Πατριώτης διεθνιστής και αντιφασίστας δήλων, μη κρύβοντας τις αριστερές του πεποιθήσεις. Και όποιος δεν κατάλαβε πως ο Μίκης αναλάμβανε απολύτως την ευθύνη για κάθε πράξη του, δεν τον γνώριζε.
Θαλερό δέντρο ριζωμένο βαθιά στο χώμα της πατρίδας, δόξα και περηφάνεια μας, ο τόσο ξακουστός στα πέρατα της γης και τόσο Ελληνας, έφυγε το πρωί, πετώντας στα ουράνια, σαν Αρχάγγελος. Ο δημιουργός που ψάχνοντας να βρει τη συμπαντική αρμονία μάς εύφρανε, μας μεγάλωσε, μας ψυχαγώγησε με το έργο του, δίνοντάς μας στήριγμα, παρηγοριά, αγάπη, ομορφιά, μας άφησε σήμερα για πάντα.
Ιδού εκείνος λοιπόν,
«ὁ πλασμένος γιὰ τὶς μικρὲς Κόρες καὶ τὰ νησιὰ τοῦ Αἰγαίου·
ὁ ἐραστής τοῦ σκιρτήματος τῶν ζαρκαδιῶν
καὶ μύστης τῶν φύλλων τῆς ἐλιᾶς ·
ὁ ἡλιοπότης καὶ ἀκριδοκτόνος.
Ἰδοὺ ἐγὼ καταντικρύ
τοῦ μελανοῦ φορέματος τῶν ἀποφασισμένων
καὶ τῆς ἄδειας τῶν ἐτῶν, ποὺ τὰ τέκνα τῆς ἄμβλωσε,
γαστέρας, τὸ ἄγκρισμα !
Λύνει ἀέρας τὰ στοιχεία καὶ βροντὴ προσβάλλει τὰ βουνὰ.
Μοίρα τῶν ἀθώων, πάλι μόνη, νά σε, στὰ Στενά !
Στὰ Στενὰ τὰ χέρια μου ἄνοιξα
Στὰ Στενὰ τὰ χέρια μου ἂδειασα
κι ἂλλα πλούτη δὲν εἶδα, κι ἂλλα πλούτη δὲν ἄκουσα
παρὰ βρύσες κρύες νὰ τρέχουν
Ρόδια ἢ Ζέφυρο ἢ Φιλιά.
Ὁ καθεὶς καὶ τὰ ὅπλα του, εἶπα·
Στὰ Στενὰ τὰ ρόδια μου θ’ἀνοίξω
Στὰ Στενὰ φρουροὺς τοὺς ζέφυρους θὰ στήσω
τὰ φιλιὰ τὰ παλιὰ θ’ἀπολύσω ποὺ ἡ λαχτὰρα μου ἅγιασε !
Λύνει ἀέρας τὰ στοιχεία καὶ βροντὴ προσβάλλει τὰ βουνὰ.
Μοίρα τῶν ἀθώων, πάλι μόνη, νά σε, στὰ Στενά!»
(Οδυσσέας Ελύτης, Αξιον εστί).
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο πανταχού παρών στην πρόσφατη Ιστορία της Ελλάδας. Με το αδάμαστο φρόνημα και την ακαταπόνητη εργατικότητα. Που θυσίασε πολλά, ακόμα και στο έργο του, για να υπηρετήσει τον Λαό. Ο οποίος το ανταποδίδει με βαθύτατη αγάπη.
Το μέγα ταλέντο, που όταν κατάλαβε πως ο κόσμος διψούσε για καθημερινό τραγούδι, δεν δίστασε λεπτό να βάλει στην άκρη τη συμφωνική μουσική και να πλημμυρίσει τη χώρα με μελοποιημένη ποίηση. Ο μεγάλος συνθέτης (αληθινά μεγάλος, σε καιρούς που ο πληθωρισμός του επιθέτου κυριαρχεί) που άνοιξε δρόμους, έδωσε τα πάντα, και ωστόσο παραμένει πιο σεμνός κι από πρωτόβγαλτο. Εκείνος, που μόνο επαίνους και παροτρύνσεις έχει πάντοτε για τους συνεργάτες του, ενώ δεν παύει να είναι αυστηρός και σοβαρός.
Ο εξαιρετικός οικοδεσπότης, ο μοναδικός φίλος, ο Μίκης με το ανεπανάληπτο χιούμορ και τον τεράστιο αυτοσαρκασμό, ο μοναχικός «μέσα στην ερημία του πλήθους», ο τρυφερός. Ο Μίκης που ποτέ δεν καθόταν με σταυρωμένα χέρια- ακόμα και σε αυτή την ηλικία. Ο αγωνιστής, ο μαχητής, ο ακάματος.
Αυτός ο Μίκης, ο μέγας και στα μικρά και στα μεγάλα!
Ο αιώνιος έφηβος των 96 ετών, ο άνθρωπος που ξεπέρασε κάθε διαχωρισμό στη ζωή του, εκείνος που αρνήθηκε να υποχωρήσει και να συμβιβαστεί μπροστά στην εξουσία, ιδίως σε κυβερνήσεις και κομματικές ηγεσίες, όρθωνε το ανάστημά του ώστε να προασπιστεί την αλήθεια του. Να ενώσει, υπό τη σκέπη του κολοσσιαίου ονόματός του, να συμμετάσχει στον αγώνα κατά τη δύσκολη ιστορική στιγμή. Ενωτικός, άλλωστε, υπήρξε σε ολόκληρο τον πολιτικό του βίο, προσπαθώντας να συναντηθούν και να συνεργαστούν πολιτικές δυνάμεις, κόμματα, λαοί. Σε κάθε περίπτωση, δεχόταν σωρεία κριτικών από μία ή και από τις δύο πλευρές. Σκληρές κάποιες φορές. Ομως, ο ίδιος, ως βαθύτατα πολιτικό ον, δεν καμπτόταν. Και άρχιζε ξανά από την αρχή, να ονειρεύεται νέους κόσμους, να πασχίζει.
Ενεργός πολίτης, δεν ανεχόταν την αδράνεια, την απάθεια, τη μη συμμετοχή. Σε όλη του τη ζωή, μετείχε σε μάχες και αγώνες χωρίς ποτέ να υποστείλει τη σημαία. Εξόριστος και βασανισμένος στη Μακρόνησο, όπου βασίλευε ο τρόμος, δεν συμβιβάστηκε και δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας. Ούτε κατόπιν. Επί χούντας, εξόριστος στην ορεινή και απομονωμένη Ζάτουνα της Αρκαδίας, είχε γοητεύσει τους φύλακές του που τον άκουγαν να παίζει μουσική και παρακολουθούσαν ομιλίες του καθημερινά. Εμαθαν πολλά. Ενιωσαν περισσότερα.
Το Παρίσι υπήρξε επιλογή του δις. Πρώτα στα τέλη της δεκαετίας του '50, οπότε και θα μπορούσε να μείνει εκεί και να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη συμφωνική μουσική. Επέλεξε να επιστρέψει και να ασχοληθεί με το λαϊκό τραγούδι, μελοποιώντας σπουδαίους ποιητές, κρίνοντας ότι αυτό είχε ανάγκη εκείνη την ώρα ο ελληνικός λαός. Τη δεύτερη, μεταφέρθηκε εκεί για να σωθεί από τα νύχια της χούντας, που τον κρατούσε δεσμώτη. Γύρισε και πάλι, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Εν τω μεταξύ, είχε δώσει εκατοντάδες συναυλίες ανά τον κόσμο, με τις οποίες ενίσχυσε σημαντικά τον αντιδικτατορικό αγώνα.
Η στάση ζωής του διδάσκει πολλά, αρκεί κάποιος να παρατηρήσει την ακαταπόνητη εργατικότητά του, την επιμέλεια σε ό,τι καταπιάνεται, το πάθος του για τη ζωή, τη δημοκρατία, την κοινωνική δικαιοσύνη, τη λατρεία του για την Ιστορία, την ποίηση, τον έρωτα, την ομορφιά. Να δει με πόση αγάπη και φως ντύνει την Ελλάδα. Με πόση συγκίνηση δημιουργεί και με πόση δύναμη ξεπερνά τα εμπόδια.
Οσο για τον τεράστιο συνθέτη, που έθεσε την τέχνη του στην υπηρεσία του λαού, τον ακατάβλητο μουσικό διεθνούς εμβέλειας, αν και θα έπρεπε, δεν αισθάνεται «σαν ένας μικρός θεός».
«Θα πω μονάχα ότι ο συνθέτης είναι ευλογημένος...» γράφει. «Σαν τη θάλασσα, που όσο κι αν τη δέρνουν οι άνεμοι και κυματίζει, αφρίζει με χίλιους τρόπους, όμως όλα αυτά συμβαίνουν στην επιφάνειά της, γιατί λίγο πιο κάτω παραμένει ήρεμη, πανέμορφη, ευλογημένη.
Το ίδιο και η ζωή μου, που τα έζησε όλα. Στον υπερθετικό. Τη χαρά και τον πόνο. Το κόκκινο και το μαύρο. Την αγάπη και το μίσος. Τον θρίαμβο και την απογοήτευση. Το φως και το σκοτάδι. Αυτή υπήρξε η ζωή μου. (...) Την έζησα γαλήνιος, βέβαιος και ευλογημένος».
Ας κρατήσουμε όμως και την ολόδική του περιγραφή για τη μουσική:
«Τους ψυχρούς φθόγγους του συνθέτη, τους γραμμένους πάνω σε ένα χαρτί, μπορείς να τους ακούσεις να ζωντανεύουν και να πετούν σαν σμήνη πουλιών που διαπερνούν τα τείχη του πραγματικού κόσμου και γίνονται αυλοί, ήχοι ενός θεϊκού κόσμου που είναι το μουσικό του έργο, καθώς εισβάλλει σε χιλιάδες ψυχές, σκέψεις, αισθήματα, καρδιές του κάθε ανθρώπου χωρίς διάκριση». Χωρίς διάκριση. Πάντα. Και ας βίωσε πάμπολλες.
Διαβάστε ακόμα: