Τη στιγμή που βρίσκεται σε εξέλιξη συντονισμένη προσπάθεια από πλευράς πολιτείας και επιστήμης να πειστούν οι ηλικιωμένοι και οι ευπαθείς να κάνουν έγκαιρα την τρίτη δόση του εμβολίου του κορονοϊού, τα στοιχεία που παρουσιάζει ο πανελλήνιος φαρμακευτικός σύλλογος είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά για τη μεγάλη υστέρηση που παρατηρείται στον αντιγριπικό εμβολιασμό κατά τη διάρκεια του Νοεμβρίου όπου θα έπρεπε να ολοκληρωθεί ο εμβολιασμός κατά της γρίπης. Μάλιστα, οι ηλικιωμένοι άνω των 60 ετών έχουν τη χαμηλότερη εμβολιαστική κάλυψη ενώ θα έπρεπε να ισχύει το ακριβώς αντίθετο.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μία πολύ κρίσιμη συγκυρία όπου η ανοσία έναντι του ιού της γρίπης θεωρείται στον πληθυσμό ιδιαίτερα χαμηλή αφού πέρσι δεν καταγράφηκαν περιστατικά γρίπης παρά μόνο 33 πανευρωπαϊκά και ο ιός της γρίπης έχει χαρακτηριστεί από σύσσωμη την επιστημονική κοινότητα ως ιδιαίτερα απρόβλεπτος και επικίνδυνος φέτος. Μόνη της η λοίμωξη από γρίπη θεωρείται επικίνδυνη ενώ ο συνδυασμός της με τον κορονοϊό ανεβάζει εκθετικά τον κίνδυνο της επικινδυνότητας για την υγεία, ειδικά για τους ηλικιωμένους και τους ευπαθείς.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο πρόεδρος του πανελληνίου φαρμακευτικού συλλόγου, Απόστολος Βαλτάς, - θυμίζοντας στο σημείο ότι πέρυσι είχαν χορηγηθεί περισσότερα από 4,2 εκατομμύρια δόσεις του αντιγριπικού εμβολίου - φέτος παρά τις προσπάθειες της Πολιτείας αλλά και όλων των λειτουργών υγείας, ο αντιγριπικός εμβολιασμός προχωρά με αργούς ρυθμούς.
Μέχρι τις 13 Νοεμβρίου είχαν συνταγογραφηθεί 2.474.923 εμβόλια και είχαν πραγματοποιηθεί 2.101.500 εμβολιασμοί, με 1.431.000 εμβόλια να έχουν συνταγογραφηθεί σε ηλικιωμένους 60 ετών και άνω και από αυτούς 250.000 άτομα δεν έχουν ακόμα εκτελέσει την συνταγή και δεν έχουν προχωρήσει στον εμβολιασμό τους.
Ο καθηγητής φαρμακολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης Αχιλλέας Γραβάνης θυμίζει ότι η γρίπη μεταφέρεται στα σπίτια των οικογενειών από τα σχολεία και τα νηπιαγωγεία και επισημαίνει ότι το Αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) συστήνει τον εμβολιασμό όλου του πληθυσμού με το αντιγριπικό από την ηλικία των δύο ετών και άνω, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ηλικιακή ομάδα από 2 έως και 17 ετών, δηλαδή τα παιδιά προσχολικής και σχολικής ηλικίας.
Σε μεγάλο αγκάθι για τον έγκαιρο αντιγριπικό εμβολιασμό έχει αναδειχθεί το πότε πρέπει να γίνει η πρώτη, η δεύτερη και η τρίτη δόση του εμβολίου του κορονοϊού, και σε συνδυασμό αυτών το αντιγριπικό εμβόλιο και το εμβόλιο για τον πνευμονιόκοκκο. Ο καθηγητής Αχιλλέας Γραβάνης επισημαίνει ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος να καθυστερούμε τον αντιγριπικό εμβολιασμό επειδή θα κάνουμε με την αναμνηστική δόση ή τις πρώτες δόσεις για τον κορονοϊό καθώς το εμβόλιο του κορονοϊού και το αντιγριπικό εμβόλιο μπορούν να χορηγηθούν την ίδια μέρα αρκεί να είναι σε διαφορετικό μπράτσο.
Κανένα πρόβλημα συγχορήγησης με αυτά τα εμβόλια δεν έχει και το εμβόλιο για τον πνευμονιόκοκκο, το οποίο οι ειδικοί θυμίζουν ότι συστήνεται για τους άνω των 60 ετών καθώς η βασική επιπλοκή της γρίπης η οποία στέλνει τους ανθρώπους με βαριά πνευμονία στο νοσοκομείο είναι η πνευμονιοκοκκική πνευμονία
Η πιθανότητα συνύπαρξης των επιδημιών της γρίπης και της COVID-19 προκαλεί έντονη ανησυχία. Ο SARS-CoV-2, ο ιός δηλαδή που προκαλεί τη COVID-19 και αυτός της γρίπης είναι δύο πολύ διαφορετικά παθογόνα, ωστόσο προκαλούν αμφότεροι νόσο του αναπνευστικού συστήματος. Επίσης, και οι δύο ιοί μεταδίδονται κυρίως μέσω σταγονιδίων.
Έτσι, η υιοθέτηση μη φαρμακολογικών παρεμβάσεων όπως έχει γίνει μέχρι σήμερα (π.χ. υποχρεωτική κάλυψη του προσώπου με μάσκα και οι περιορισμοί στην κυκλοφορία, στην εστίαση κλπ), επηρέασαν τη συχνότητα εμφάνισης και των δύο λοιμώξεων σε διαφορετικό βαθμό, τονίζει ο πρόεδρος του πανελληνίου φαρμακευτικού συλλόγου Απόστολος Βαλτάς. Καθώς η εποχή των ιώσεων του αναπνευστικού έχει αρχίσει, κάθε ασθενής που παρουσιάζει τα μη ειδικά συμπτώματα μιας ιογενούς λοίμωξης του αναπνευστικού (βήχα, δύσπνοια κ.α.) είναι πιο ασφαλές να υποβάλλεται σε τεστ για τον SARS-CoV-2, σε αντίθεση με την προ COVID 19 πρακτική, κατά την οποία αυτοί οι ασθενείς αντιμετωπίζονταν συχνά με βάση μόνο κλινικά κριτήρια.
Επίσης, η διαχείριση του παιδιατρικού πληθυσμού μπορεί να διαφέρει καθώς υπάρχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των παιδικών ιώσεων. Η γρίπη, για παράδειγμα, είναι πηγή σημαντικής νοσηρότητας και θνησιμότητας στα παιδιά και τα άτομα ηλικίας μεταξύ 5 και 17 ετών. Θεωρείται μάλιστα πως άτομα αυτής της ηλικιακής ομάδας διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην εξάπλωση της εποχικής γρίπης. Αντίθετα, η πορεία της νόσου COVID-19 είναι συνήθως ηπιότερη στα παιδιά.
Στην παρέμβασή της η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα θυμίζει ότι οι θάνατοι από κορονοϊό στην πατρίδα μας είναι αυξημένοι λόγω ενός συνδυασμού παραγόντων. Ένας παράγοντας είναι βέβαια το δημογραφικό, δηλαδή ο μεγάλος αριθμός ηλικιωμένων. Δεύτερος παράγοντας είναι το φαινόμενο που παρατηρείται σε αυτό το κύμα, κατά το οποίο άνθρωποι οι οποίοι προφανώς είναι αρνητές των εμβολίων, της πανδημίας αλλά και της επικινδυνότητας του κορονοϊού, φτάνουν στο νοσοκομείο καθυστερημένα με πολύ επιβαρυμένη κατάσταση καθώς έχουν παραμείνει μέρες στο σπίτι τους πιστεύοντας ότι δεν έχουν κάτι σοβαρό. Επίσης, ένας πολύ σοβαρός παράγοντας είναι η εκτεταμένη μικροβιακή αντοχή που έχουμε στα νοσοκομεία γιατί χρησιμοποιούμε πολύ περισσότερα αντιβιοτικά - τουλάχιστον τρεις φορές περισσότερα από τους Νορβηγούς - μία χώρα με ελάχιστους θανάτους από Covid.
Τα αντιβιοτικά δεν χορηγούνται ούτε στον κορονοϊό ούτε βέβαια στη γρίπη. Πρέπει να υπάρχει διάγνωση μικροβιακής λοίμωξης και το βασικότερο όπλο που έχουμε στη φαρέτρα μας για την αντιμετώπιση της γρίπης αλλά και της πανδημίας του κορονοϊού είναι ο εμβολιασμός, καταλήγει η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας η Μίνα Γκάγκα