Οι μεταρρυθμίσεις που προτείνει η επιτροπή Πισσαρίδη αποτελούν μια σοβαρή δουλειά. Δεν συνιστούν αναμάσημα ή συρραφή παλαιότερων εκθέσεων, παρ' ότι τις έχουμε ξανακούσει στο παρελθόν. Το ερώτημα είναι αν τα μέλη της θα ευτυχήσουν να δουν τις προτάσεις τους να υλοποιούνται ή θα κολλήσουν την «ασθένεια Γιαννίτση». Δηλαδή κατά πόσο θα έχουν την τύχη της χαμένης ευκαιρίας του 2001 για το Ασφαλιστικό, πρόταση που αν είχε τότε εφαρμοστεί, αντί να αγνοηθεί τραγικά, ίσως να είχαμε αποφύγει τη χρεοκοπία του 2010.
Το ερώτημα είναι φλέγον σε συνδυασμό και με τον προ των πυλών ανασχηματισμό. Τον οποίο ναι μεν δεν αναμένει κανείς να είναι δομικός, παρότι η τοποθέτηση του Θ. Σκυλακάκη ως συντονιστή του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί θετική εξέλιξη, ωστόσο βασικά ερωτήματα παραμένουν. Ποια θα είναι η πολιτική της κυβέρνησης σε θέματα, όπως το ασφαλιστικό, τα εργασιακά, ο τουρισμός, η δικαιοσύνη, η αγροτική οικονομία ; Η πολιτική που έχει έως σήμερα ακολουθήσει, συμβαδίζει με τις προτάσεις της επιτροπής Πισσαρίδη; Οι υπουργοί που σήμερα την στελεχώνουν είναι σε θέση να υποστηρίξουν τις μεταρρυθμίσεις που εισηγείται η "επιτροπή των σοφών";
Ένα για παράδειγμα ερώτημα αφορά στα εργασιακά. Η έκθεση Πισσαρίδη προτείνει εκ βάθρων αναδιάρθρωση του ΟΑΕΔ, προκειμένου να πάψει να θεωρεί τον άνεργο ως κάποιος καταδικασμένο στο μόνιμο περιθώριο. Να σταματήσουν τα κοινωνικά επιδόματα να λειτουργούν ως αντικίνητρο για εργασία. Να δούμε ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης και ένταξη των μεταναστών στην κοινωνία.
Ένα άλλο ερώτημα αφορά στο ασφαλιστικό. Εδώ η επιτροπή συστήνει πολιτικές διαφορετικές από τις μέχρι τώρα της κυβέρνησης. Εισηγείται ενίσχυση της αναλογικότητας και διαφάνειας του δημόσιου διανεμητικού πρώτου πυλώνα κοινωνικής ασφάλισης. Ανάπτυξη ενός δεύτερου και τρίτου πυλώνα με κίνητρα για ιδιωτικές αποταμιευτικές αποφάσεις. Μετάβαση από διανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα επικουρικής σύνταξης, με άμεση εφαρμογή για όσους εισέρχονται στην αγορά εργασίας. Ένα νέο πλαίσιο εποπτείας για τα ασφαλιστικά ταμεία στον δεύτερο πυλώνα.
Στην φορολογία ζητά να πάψει η οικονομική πολιτική να επιδοτεί την κατανάλωση. Να ξεφύγει το οικονομικό επιτελείο από την αντίληψη ότι πρέπει να μειωθεί ο ΦΠΑ για να τονωθεί η κατανάλωση. Να στραφεί στην μείωση των βαρών στη μισθωτή εργασία, στην μείωση των ασφαλιστικών εισφορών μέσω ενός flat tax στην υγεία για όλους τους εργαζόμενους. Να τελειώνουμε με την εισφορά αλληλεγγύης, να μειωθεί το ανώτατο όριο του ασφαλιστέου εισοδήματος.
Το ερώτημα είναι μπορεί η κυβέρνηση να υλοποιήσει τέτοιες προτάσεις ; Μια καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης στο Δημόσιο ; Μια εκ βάθρων αλλαγή του συστήματος αξιολόγησης των δικαστών που θα στηρίζεται στις επιδόσεις τους και μόνο σε αυτές ; Ένα ριζικό εκσυγχρονισμό του συστήματος διακυβέρνησης στην ανώτατη εκπαίδευση ; Μια άμεση σύνδεση των πιο πρωτοπόρων τμημάτων ΑΕΙ με την αγορά εργασίας ;
Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά θα κρίνει και την τύχη των προτάσεων της επιτροπής Πισσαρίδη.
Αν η οικονομία θα καταφέρει κάποια ημέρα να αρχίσει να λειτουργεί ως ένα περισσότερο ανοικτό σύστημα με απλούστερους κανόνες, παρά ως ένα μοντέλο με πολλά διοικητικά βάρη, αποκομμένο από τον διεθνή ανταγωνισμό. Αν θα ενισχυθεί η μισθωτή εργασία ώστε να αντιστραφεί η διαρροή ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό. Αν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις θα μεγαλώσουν, προκειμένου να ενισχυθούν οι ελληνικές εξαγωγές.
Στην παρούσα συγκυρία, όπου οι πόροι της ΕΕ αποτελούν μια ευκαιρία που δεν πρόκειται να ξαναζήσει η Ελλάδα, το απόλυτο παράδειγμα προς αποφυγή για την επιτροπή Πισσαρίδη είναι μια επανάληψη των παθημάτων του Τ.Γιάννιτση ή εκείνων, ακόμη παλαιότερα, της επιτροπής Σπράου.
Υπό αυτήν την έννοια το πόρισμα της Επιτροπής και ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι μεταξύ τους.