Στη «Νέκυια» ο ζωγράφος Χρόνης Μπότσογλου

Στη «Νέκυια» ο ζωγράφος Χρόνης Μπότσογλου

Μετά τον Αλέκο Φασιανό, αλλά μια μεγάλη απώλεια χτυπά την ελληνική ζωγραφική. Σε ηλικία 81 χρονών έφυγε από τη ζωή ο Χρόνης Μπότσογλου. Το έργο του σημαντικού ζωγράφου είναι συνδεδεμένο πια με τη σύγχρονη καλλιτεχνική ιστορία του τόπου.

Δεν είναι μόνο ότι υπήρξε δάσκαλος σε πολλούς και σημαντικούς νέους δημιουργούς στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών όπου έφθασε να γίνει Πρύτανης. Είναι που πρότεινε και άφησε πλούσιο έργο από μια ζωγραφική σωματοποιημένη με απτικό χαρακτήρα. Οι μορφές του ξεγυμνώθηκαν από κάθε ρομαντική αναγωγή του παρελθόντος, μα κυρίως είναι απογυμνωμένες από κάθε φτηνή ζωγραφικότητα. 

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1941, σπούδασε Ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1960-1965) με καθηγητή τον Γιάννη Μόραλη. Το 1970 συνέχισε τις σπουδές του με υποτροφία για δύο χρόνια στην École nationale supérieure des Beaux-Arts του Παρισιού. Ανάμεσα στους δασκάλους του, φαίνεται ότι η σπουδή στον Μπουζιάνη υπήρξε καθοριστική στο έργο του.

Από το 1964 συμμετέχει σε διάφορες καλλιτεχνικές ομάδες με πολιτικό χαρακτήρα («Ομάδα Τέχνης Α» 1960-1967, «Κέντρο Εικαστικών Τεχνών» 1974-1976, «Ομάδα για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη» 1976-1981). Υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές» (1971-1973).

Από το 1980 και για το διάστημα περίπου μιας δεκαετίας ο Μπότσογλου δημιουργεί την ενότητα «Σελίδες Ημερολογίου» μια σειρά που αποτελείται κυρίως από ακουαρέλες, που αποτυπώνουν την επώδυνη σωματική και πνευματική αποσύνθεση της μητέρας του. Πρόκειται ουσιαστικά για ημερολόγιο γιατί αποτυπώνει τις απόπειρες συμφιλίωσης του καλλιτέχνη απέναντι στην κατάρρευση, τον εκφυλισμό και τη φθορά. Μέσα από την ιστόρηση του θανάτου της μάνας, ο Μπότσογλου πραγματεύτηκε τη δική του θνητότητα. 

Εκτός από τη μητέρα του, η γυναίκα του Ελένη - σύντροφος μιας ολόκληρης ζωής από τα χρόνια της σπουδής - υπήρξε η συνθήκη μέσα στο χρόνο, όπου ο ίδιος αφηγήθηκε ζωγραφικά την ανθρώπινη πραγματικότητα. Εκτός από τη ζωγραφική ασχολήθηκε με τη γλυπτική και τη χαρακτική.

Στο πληθωρικό σώμα έργων του, ο Μπότσογλου διατύπωσε ορισμένες από τις δυνάμει άπειρες εκδοχές μιας θεματικής που επεξεργάζεται, για να καταλήξει να δηλώνει ουσιαστικά ότι καθόλη τη ζωή του δεν έκανε παρά ένα έργο:

«Κάθε καλλιτέχνης έχει να πει ένα, μόνο ένα λόγο. Ακόμη κι αν είναι ο Φειδίας, ακόμα κι αν είναι ο Όμηρος, ακόμη κι αν είναι ο Δάντης… Έτσι νομίζω ότι τα έργα τέχνης είναι κομμάτια ενός έργου. Τα ποιήματα αποσπάσματα του ενός και ίδιου ποιήματος. Δεν εννοώ βέβαια ότι κάθε καλλιτέχνης δεν έχει τη δική του πορεία, τη δική του τελείωση. Εννοώ πως τα δέντρα μεγαλώνουν, ανθίζουν, καρποφορούν. Έτσι είναι τα πράγματα στη φύση ακόμη. Έτσι ακόμη καταλαβαίνω την τέχνη».

Καθοριστική για το έργο του, αλλά και για την εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής, είναι η «Νέκυια», μια μνημειακή σειρά από είκοσι έξι έργα που ανήκει στη συλλογή του Σωτήρη Φέλιου. Από τον ομηρικό Οδυσσέα παραδειγματίζεται ο ζωγράφος: καταδύεται όμως στο δικό του κόσμο αγαπημένων νεκρών, ψάχνοντας το δικό του Τειρεσία. Τα ζωγραφισμένα είδωλα του Χρόνη Μπότσογλου δεν είναι φανταστικά. Πρόκειται για πρόσωπα πραγματικά, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έσμιξαν μαζί του. 

Πριν από χρόνια ο Χρόνης Μπότσογλου, μετά την επίσκεψή του σε ένα ευρωπαϊκό μουσείο σύγχρονης τέχνης, σημείωνε: «Βλέποντας τη σύγχρονη τέχνη, σκέφτομαι ότι εγώ σίγουρα την έχω πατήσει». Το βέβαιο είναι ότι ο ζωγράφος δεν έπεσε σε συνταγές του συρμού. Σήμερα, δε σώζεται τίποτα από τη Νέκυια του Πολύγνωτου, μονάχα σπαράγματα αφηγηματικά, ικανά ωστόσο να μας ταξιδέψουν. Αύριο, ακόμη κι αν δε μείνει τίποτε από τη Νέκυια του Μπότσογλου, ο δημιουργός του θα έχει σωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο, θα ανακαλείται στην εικαστική μνήμη των επόμενων δημιουργών-μυστών. Και, όπως στην ποίηση του Ομήρου ο μύθος αγκαλιάζει τους αγαπημένους νεκρούς, έτσι και η τέχνη του Μπότσογλου αγκαλιάζεται με το μύθο.