Είναι γεγονός ότι το θέμα των υποκλοπών τάραξε το πολιτικό σκηνικό και ενεργοποίησε σκέψεις που θα μπορούσαν να παραπέμπουν σε μία περίοδο πολιτικής αστάθειας, τουλάχιστον μέχρι να διαφωτιστεί η υπόθεση αυτή.
Η οικονομία όμως εμφανίζει ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο επαναδραστηριοποίησης. Το είδαμε στο πρώτο εξάμηνο και συνεχίζουμε να το βλέπουμε στις τουριστικές αφίξεις στα αεροδρόμια, που αποτέλεσαν θετική εξαίρεση λειτουργικότητας σε όλη την Ευρώπη, στο τζίρο των επιχειρήσεων που συνεχίζει να καταγράφει πολύ υψηλούς ρυθμούς αύξησης, στην ανεργία που βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα εδώ και μία δεκαετία παράλληλα με την άνοδο των τιμών των ακινήτων που βελτιώνει το αίσθημα αυτάρκειας στους καταναλωτές.
Βεβαίως, βλέπουμε δείκτες υψηλής συχνότητας (economic sentiment, PMI) να προσγειώνονται χαμηλότερα αλλά εντέλει φαίνεται ότι ζούμε ένα υπερδραστηριοποιημένο οικονομικά καλοκαίρι με την πανδημία να ασκεί μηδενικές πιέσεις στην καταναλωτική δραστηριότητα. Ταυτοχρόνως όμως και η επενδυτική δραστηριότητα καταγράφει υψηλές επιδόσεις. Και όλα αυτά παρόλες τις εξαιρετικές πληθωριστικές πιέσεις που αποτελούν την μεγαλύτερη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής. Συνεπώς οι πιέσεις στον δημοσιονομικό χώρο παραμένουν υψηλές που όμως μέχρι στιγμής διευρύνεται! Η έξοδος εξ άλλου από την ενισχυμένη εποπτεία διευκολύνει τους δημοσιονομικούς χειρισμούς.
Οι πηγές της αβεβαιότητας είναι βέβαια το ενεργειακό που παρόλα αυτά δείχνει σημάδια σταθεροποίησης (όσον αφορά τις τιμές αλλά όχι και ως προς τις ποσότητες) η οικονομική δραστηριότητα σε μεγάλες οικονομίες, πρωτίστως στην Κίνα, στις ΗΠΑ (αποφάσεις επιτοκίων), Βρετανία (ιδιαίτερα αρνητικό περιβάλλον και πολιτική αβεβαιότητα) και τέλος η διεθνής νομισματική πολιτική που ταλαντεύεται για το ύψος της αύξησης των επιτοκίων αναφοράς.
Ουσιαστικά δηλαδή η φάση εξέλιξης της οικονομίας με την έξοδο από τον COVID και τη σχετική σταθεροποίηση του διεθνούς περιβάλλοντος μετά την Ουκρανική όξυνση αλλά και η θετική αυτονόμηση της Ελληνικής οικονομίας από την Ευρωπαϊκή ανεβάζουν πολύ υψηλά το κόστος για οποιαδήποτε εσωτερική πολιτική αναταραχή έτσι ώστε να μην διαταραχθεί η κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.
Βεβαίως θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη μας ότι η πολιτική έχει προβάδισμα σε σχέση με την οικονομία και πάντοτε παίζει σημαντικό ρόλο μαζί με την συγκυρία η οποία διαμορφώνεται από την πολιτική και οικονομική πραγματικότητα. Στο βάθος των μεταβολών που παρατηρούνται διακρίνεται ένας επαναμεγεθυνόμενος ρόλος της μεσαίας τάξης λόγω των εξωτερικών απειλών παρόλο που τα εισοδήματα της πιέζονται και οι συνθήκες ανισότητας μεγεθύνονται. Αυτή τελικά θα οριοθετήσει τις άμυνες απέναντι στον λαϊκισμό και στις εύκολες (και συνήθως καταστροφικές) «λύσεις» για την οικονομία και θα καθορίσει εντέλει τις πολιτικές εξελίξεις.
Ακόμα λοιπόν και αν εμφανίζονται «μαύροι κύκνοι» διαταραχής της κανονικότητας, ακόμα και αν υπάρχουν οργανωμένα συμφέροντα που θα μπορούσαν να επωφεληθούν από μία πολιτική αναταραχή, τα ίδια αυτά τα συμφέροντα και η μακροχρόνια ανάγκη (πάνω από μια δεκαετία) της Ελληνικής κοινωνίας να εισέλθει σε μία ομαλότερη περίοδο οριοθετούν την οικονομία ως ένα κρίσιμο χώρο πολιτικού ανταγωνισμού. Σε τελευταία ανάλυση η εύρωστη οικονομία είναι όρος για την εθνική επιβίωση.
*Ο κ. Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών όπου διατελεί Διευθυντής του Τομέα Ιστορίας, Οικονομικής Ανάπτυξης και Διεθνούς Οικονομικής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ