Τι θα κάνατε αν θέλατε να κυβερνήσετε για πολλοστή φορά μια χώρα που συγκριτικά με την Ελλάδα είναι αχανής, έχει έναν ανομοιογενή πληθυσμό που ξεπερνά τα 83 εκατομμύρια και πολλαπλασιάζεται με έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς στην Υδρόγειο, προέρχεται από τον διαμελισμό μιας Αυτοκρατορίας πολύ διαφορετικής από τις γνωστές δυτικές, δεν γνώρισε φεουδαρχία, δεν έκανε ούτε βιομηχανική ούτε αστική επανάσταση στον καιρό τους.
Και που άφησε την καλλιέργεια της γης, το εμπόριο, την οικονομία γενικότερα, ακόμα και την διοίκηση και την διπλωματία της σε αλλοεθνείς και αλλόθρησκους, έγινε ένα χωνευτήρι πολιτισμών, γλωσσών και παραδόσεων, και δεν ασχολήθηκε παρά μόνο με την επέκταση των συνόρων της, την κατάκτηση της οικουμένης και την εκπλήρωση της αποστολής της ως εντολοδόχου ενός μεγάλου προφήτη που έγραψε ένα ιερό βιβλίο για τα θελήματα του μοναδικού Θεού και την απόδοση δικαιοσύνης μεταξύ των ανθρώπων διακρίνοντάς τους μόνον σε πιστούς και απίστους και συγκροτώντας από τους έχοντες τα προσόντα έναν στρατό αφοσιωμένων στον εξουσιοδοτημένο από τους διαδόχους του προφήτη Ηγεμόνα, από τον οποίο στρατό επιλεγόταν και η κυβερνώσα την Αυτοκρατορία ελίτ;
Ίσως να κάνατε και εσείς ό,τι κάνει μετά από δεκαοχτώ χρόνια διακυβέρνησης ο Ερντογάν.
Θα ήσασταν υπερκινητικοί. Θα πηγαίνατε από την μια άκρη στην άλλη. Θα βγάζατε τέσσερις με πέντε λόγους την ημέρα. Θα απευθυνόσασταν από διαφορετικά μέρη σε διαφορετικά ακροατήρια. Και θα αναζητούσατε αυτό που μπορεί να τα ενώσει εναντίον των κάθε λογής αντιπάλων σας. Όσο περισσότεροι οι αντίπαλοι, τόσο καλύτερα για εσάς. Γιατί έτσι μπορείτε να αυξάνεται και να συσπειρώνεται τους οπαδούς σας ευκολότερα. Αν οι εχθροί σας δεν είναι αρκετοί, μπορείτε να εφεύρετε περισσότερους. Όπως κάνει συστηματικά ο Ερντογάν τόσο εντός όσο και εκτός Τουρκίας.
Προχωρώντας προς τα βάθη της Ανατολίας θα τον καταλαβαίνατε καλύτερα. Ο κόσμος εκεί ούτε θέλει ούτε αρκείται σε διαδικτυακές επικοινωνίες και συζητήσεις Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Εκεί είναι η Ανατολή των καφενέδων, των ισχυρών οικογενειακών δεσμών, των άμεσων προσωπικών επαφών και των μεγάλων σογιών.
Όσο κι αν ο COVID 19 έχει δυσκολέψει την κατάσταση, δεν παύουν να είναι οι κοινωνικές συναναστροφές και οι συγγενικές σχέσεις οι δίαυλοι μέσα από τους οποίους περνάνε τα μηνύματα και διαμορφώνεται η κοινή γνώμη.
Ούτε, όμως, κι αυτή έχει την σημασία που έχει στον Δυτικό Κόσμο. Ούτε καν την σημασία που έχει στον κόσμο της δυτικής μεσογειακής Τουρκίας. Από εδώ ούτε ο Διαφωτισμός πέρασε ποτέ, ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα απασχολούν ιδιαίτερα κανέναν, ούτε η έννοια της Δημοκρατίας κάνει την διαφορά των κομματικών προτιμήσεων και των πολιτικών κριτηρίων. Εδώ κυριαρχεί το ντοβλέτι, κανοναρχούν οι Ιμάμηδες, κυβερνά το βαθύ κράτος και είναι το Ισλάμ με τον εθνικισμό που πλέκουν τα δίκτυα των πολιτικών επιρροών.
Όπως λέει και ο Χακάν Γιαβούζ του Πανεπιστημίου της Γιούτα, στην Τουρκία «το Ισλάμ δεν μπορεί να διαχωριστεί από την τουρκική ταυτότητα». Ο Τούρκος είναι πρώτα μουσουλμάνος, μετά είναι πιστός στο οθωμανικό κράτος και, τέλος, ομιλεί τουρκικά.
Εδώ, όμως, έγκειται και η μεγάλη διαφορά από την οποία ο Ερντογάν έκανε την συνταγή της επιτυχίας του. Είναι πρώτα ισλαμιστής, μετά Τούρκος και μετά αυτός που, ενώ μέχρι το 2015 πολεμούσε τον εθνικισμό και καλλιεργούσε την πανισλαμιστική ιδέα, μετά το 2015 μετατράπηκε στον πιο εθνικιστή ηγέτη της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας ξυπνώντας την νοσταλγία της για την αναβίωση του μεγαλείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το θύμισε τις προάλλες σημειολογικά στον Πρόεδρο Μακρόν κάνοντας την τηλεδιάσκεψη μαζί του υπό τα βλέμματα των Σουλτάνων τα πορτραίτα των οποίων κοσμούν το προεδρικό του γραφείο. Το θυμίζει συστηματικά με κάθε ευκαιρία που του δίνεται να αντιπαρατεθεί με την εθνοκεντρική Ευρώπη. Το επαναλαμβάνει σε κάθε επέτειο των μαχών που έδωσαν οι πρόγονοί του για την κατάκτηση της Δύσης. Είναι, άλλωστε, Απέναντί της, άλλωστε, αισθάνεται ότι έχει το "ηθικό πλεονέκτημα" που του δίνει το γεγονός ότι στον μουσουλμανικό κόσμο, σε αντίθεση με τον χριστιανικό, η έννοια της θρησκευτικής αδελφότητας, της Ούμα, υπερέχει της έννοιας του ευρωπαϊκού έθνους-κράτους.
Το παράδοξο, ωστόσο, είναι ότι στην περίπτωση Ερντογάν η πορεία που ακολούθησε από τον ισλαμισμό στον εθνικισμό είναι η αντίστροφη αυτής που ακολούθησε η ιστορία της πατρίδας του.
Γιατί στην Τουρκία ο εθνικισμός άργησε πολύ να εμφανισθεί διαμορφώνοντας κοινωνικές συνειδήσεις και πολιτικές κινήσεις, όπως είχε συμβεί στην Δύση μετά Γαλλική Επανάσταση και την σύσταση των εθνών-κρατών. Ήταν το ιδεολογικό παράγωγο της διάλυσης μιας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που μέχρι τότε ενσωμάτωνε κάθε εθνοτική ή θρησκευτική "ετερότητα".
Τη σημαία του τουρκικού εθνικισμού σήκωσαν πρώτοι οι νεότουρκοι κάνοντας την δική τους επανάστασή τους εναντίον του Οθωμανού Σουλτάνου (1908). Ο ισλαμισμός αποτελούσε τον θανάσιμο εχθρό τους. Εξ ου και το μένος με το οποίο ο Κεμάλ προσπάθησε να ανασυγκροτήσει το τουρκικό κοσμικό κράτος διαχωρίζοντάς το δια ροπάλου από την θρησκεία και το Ισλάμ.
Σήμερα ο εθνικισμός του Ερντογάν αντιμετωπίζει τον εθνικισμό των κεμαλιστών ιδρυτών της Τουρκικής Δημοκρατίας ως το απόλυτο κακό που έχει βαλθεί να ξεριζώσει στο όνομα του Ισλάμ και των περιθωριοποιημένων, αποκλεισμένων και συντηρητικών μουσουλμανικών μαζών της βαθιάς Τουρκίας.
Από εκεί αρχίζει και το δεύτερο ιστορικό παράδοξο που είναι η συμμαχία του με τους εθνικιστές του Μπαχτσελί και του κόμματος του (MHP). Χάρις σε αυτήν, εξάλλου, ελπίζει να παρατείνει την παραμονή του στην εξουσία σε πείσμα μάλιστα της φθοράς και της διαφθοράς που συνοδεύει την άσκηση της πολύχρονης αυταρχικής εξουσίας του και της καλπάζουσας οικονομικής κρίσης με την αυξανόμενη ακρίβεια, την φτωχοποίηση μεγάλων τμημάτων της τουρκικής κοινωνίας. Σε πείσμα ακόμα του σφυροκοπήματος που δέχεται από μια πολυδιασπασμένη μεν αλλά ευνοούμενη από τις περιστάσεις και τους παραδοσιακούς της συμμάχους της Τουρκίας αντιπολίτευση.
Απέναντί της ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι ξέρει να παίζει καλύτερα το παιχνίδι της εξουσίας. Ίσως επειδή ξέρει πως λειτουργούν τα ανακλαστικά της κοινωνίας από τα σπλάχνα της οποίας έχει βγει. Και ίσως γι’ αυτό ξέρει να φτιάχνει καλύτερα τα μείγματα των ιδεών και των συνθημάτων που ενοποιούν και κινητοποιούν τα διαφορετικά ακροατήριά της. Συμφιλιώνοντας τον ισλαμισμό με τον εθνικισμό ο Ερντογάν πέτυχε να μετασχηματίσει ένα παράδοξο ιστορικά ισλαμοεθνικιστικό αμάγαλμα σε πολιτική δύναμη και ευρεία εκλογική επιρροή.
Με αυτό νίκησε τους πραξικοπηματίες του 2016. Σε αυτό σήμερα ποντάρει για να κερδίσει το στοίχημα της παραμονής του στην εξουσία. Έμαθε την τέχνη της μεγαλώνοντας μέσα στην φτωχολογιά της γειτονιάς του στην Κασίμπασα της Κωνσταντινούπολης. Εκεί όπου, όπως μας λέει Χακάν Γιαβούζ, φτωχοί και Τσιγγάνοι έμεναν μαζί με τους μαφιόζους/νταήδες (kabadayis) της περιοχής. Εκεί πήγε στο θρησκευτικό σχολείο όπου έμαθε να απορρίπτει τον κεμαλικό εκδυτικισμό και τις συνήθειες των παραδοσιακών πλούσιων τάξεων της Τουρκίας.
Εκεί είδε τον εαυτό του σαν τον ηγέτη των ιστορικά περιθωριοποιημένων και αποκλεισμένων συντηρητικών ισλαμικών μαζών. Από εκεί, πουλώντας στους δρόμους ψωμί με σουσάμι για να τα βγάλει πέρα και να βοηθήσει την οικογένειά του, γνωρίστηκε με την πόλη που θα τον έκανε παγκοσμίως γνωστό Δήμαρχο και μεταμορφωτή της.
Εκεί γνώρισε τις κοινωνικές ανισότητες. Εκεί πολιτικοποιήθηκε. Εκεί ριζοσπαστικοπoιήθηκε μαθαίνοντας ότι το πολιτικό Ισλάμ είναι η αντίθεση των φτωχών ισλαμικών μαζών με τους πλούσιους κοσμοπολίτες.
Εκεί μυήθηκε στην "πολιτική θεολογία της αντίστασης στην πολιτική καταπίεση και την οικονομική ανισότητα", όπως λέει και πάλι ο Χαϊκάν Γιαβουζ. Σε αυτές τις μάζες θα στηρίξει ξανά τις ελπίδες του για την επανεκλογή του στην Προεδρία της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Μόνον που αυτή την φορά θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να υπερπηδήσει τρία σοβαρά εμπόδια:
Το πρώτο είναι η άνοδος των τιμών που προκαλεί απόγνωση στις ισλαμικές μάζες των φτωχών στην στήριξη των οποίων υπολογίζει.
Το δεύτερο είναι ότι στην Ανατολία, όπου αυτές οι μάζες βρίσκονται εν αφθονία, εκτός από τους Κούρδους, απέναντί του βρίσκονται οι γκιουλενιστές οι μεγάλες οικογένειες των οποίων είδαν τις περιουσίες τους να δημεύονται από το καθεστώς Ερντογάν.
Το τρίτο είναι το γεγονός ότι η τουρκική κοινωνία αλλάζει. Και μάλιστα αλλάζει εν μέρει εναντιωνόμενη τόσο στο καθεστώς του βαθέως κράτους, όσο και του ισλαμικού φονταμενταλισμού που υποθάλπει. Το ποσοστό των Τούρκων που δηλώνουν θρησκευόμενοι μουσουλμάνοι έχει περιοριστεί πλέον με θεαματικό στερώντας από τον Ερντογάν το ένα από τα δυο ισχυρότερα όπλα του: την ταύτισή του με το Ισλάμ.
Του μένει το δεύτερο που είναι ο αντιδυτικός εθνικιστικός ηγεμονισμός.
Αφού, όμως, με τον ισλαμοεθνικισμό κατάφερε να χαλάσει τα σχέδια των αντιπάλων του στρατιωτικών το 2016, γιατί να μην τα καταφέρει και πάλι απέναντι σε μια κατακερματισμένη, λιγότερο πολυσυλλεκτική και στερούμενη χαρισματικής ηγεσίας και ιδεολογικής συνοχής αντιπολίτευση; Πολύ δε περισσότερο που η εκλογική επιρροή της περιορίζεται, προσώρας τουλάχιστον, στα μεσοανώτερα, κοσμικά και μικρασιατικά κυρίως κοινωνικά στρώματα;
Στην διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας ως υποψηφίου για την Προεδρία των ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν είχε αφήσει καθαρά να εννοηθεί ότι στη στήριξη αυτής της αντιπολίτευσης θα αναζητούσε την λύση της εξίσωσης για την απαλλαγή της περιοχής και μαζί της Δύσης από τον κακό μπελά που είχε βρει με τον υπερήφανο για τους "τρελούς Τούρκους"του Ερντογάν.
Σίγουρα μια τέτοια στήριξη θα αποτελούσε στο δρόμο του Ερντογάν ένα πρόσθετο εμπόδιο. Άλλωστε αν κρίνουμε από την εξέλιξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων την εποχή που ο Οζαλ, πολύ πριν εμφανιστεί το φαινόμενο Ερντογάν, κληρονομούσε από τους οθωμανούς προγόνους του την μεγάλη ιδέα του παντουρανισμού - της συνένωσης, δηλαδή, των τουρκόφωνων εθνών της ευρύτερης περιοχής συμπεριλαμβανομένων και αυτών της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, όπως το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν, το Τουρκμενιστάν, η Κιργιζία και το Τατζικιστάν - το πρόβλημα της βορειοατλαντικής συμμαχίας δεν είναι ο νεο-οθωμανικός ηγεμονισμός της Τουρκίας αλλά ο αντιδυτικισμός του Ερντογάν.
Γιατί κατά τα άλλα και επί της ουσίας ο Ερντογάν δεν είναι παρά ένας ιδιότυπος αυταρχικός εθνολαϊκιστής συνεχιστής του νεοφιλελεύθερου και αμερικανόφιλου Τουργκούτ Οζάλ που πρώτος οραματίστηκε την ανάδειξη σε παγκόσμια κυρίαρχη δύναμη του "τουρκικού κόσμου από το Σινικό Τείχος μέχρι την Αδριατική".
Όπως ο Οζάλ πάντρεψε τον θατσερισμό με τον ισλαμισμό, έτσι ο Ερντογάν πάντρεψε τον ισλαμισμό με τον εθνικισμό ονειρευόμενος την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως μιας καθαρά ισλαμικής ηγεμονικής δύναμης.
Ο αντιδυτικισμός του, όμως είναι, εκτός από πεποίθηση, τρόπος ενοποίησης της εκλογικής του βάσης. Δεν μπορεί να αποστεί από αυτόν χωρίς να διακινδυνεύσει τις συμμαχίες του και την συνοχή των ακροατηρίων του.
Και έτσι μοιάζει να είναι να δημιουργεί ένα ακόμα παράδοξο που συνίσταται στην ουσιαστική αντίθεση του δικού του οράματος με το πραγματικό οθωμανικό παράδειγμα. Γιατί αυτό δεν ήταν ούτε αντιδυτικό, ούτε αντικοσμοπολιτικό ούτε αντικοσμικό. Και ίσως αυτό το παράδοξο να αποτελέσει την παγίδα στην οποία θα μπορέσει να τον ρίξει η αντιπολίτευση, αν τον αποδομήσει στην βάση αυτής της αντίθεσης. Θα είναι η αχίλλειος πτέρνα της στρατηγικής με την οποία κεφαλαιοποιεί την κοινωνική νοσταλγία για τα μεγαλεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Κατά τα άλλα είναι μάλλον απίθανο να αλλοιώσει το μείγμα αντιδυτικισμού-ισλαμισμού-εθνικισμού μέσα στο οποίο κρύβεται το μυστικό της επιτυχίας του. Όσο μάλιστα οξύνεται η οικονομική κρίση τόσο θα διογκώνει τον οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό του. Πολύ δε περισσότερο που γνωρίζοντας τον ρόλο-κλειδί που έπαιξε η περιθωριοποίηση της Ανατολίας στην πολιτικοποίηση του Ισλάμ, θα πρέπει να πλειοδοτήσει πάνω σε αυτήν για να αναπληρώσει τις δημοσκοπικές απώλειές του και να σφίξει τους δεσμούς του με την βαθιά Τουρκία.
Ούτως ή άλλως το "τζίνι"έχει πια βγει από το μπουκάλι. Το "αυτοκρατορικό σύνδρομο"έχει καταλάβει την Τουρκία ορίζοντας το πεδίο εντός του οποίου κυβερνώντες και αντιπολιτευόμενοι είναι υποχρεωμένοι σχεδόν κινηθούν. Κι έτσι ανεξαρτήτως Ερντογάν, ο οθωμανικός μεγαλοϊδεατισμός θα δείχνει το δρόμο της γείτονος.
Εκτός όμως από στόχος της, η Ελλάδα μπορεί να γίνει και το παράδειγμά της.
Αν στην πορεία προς τις εκλογές η τουρκική αντιπολίτευση ενωθεί ή έστω συνασπιστεί σε ένα κοινό μέτωπο εναντίον του αντιδυτικού ισλαμοεθνικισμού του Ερντογάν, στην γειτονική χώρα μπορεί να επαναληφθεί αντεστραμμένο το ελληνικό ιστορικό προηγούμενο του εθνικού διχασμού. Με έναν Ερντογάν να προβάλει, όπως οι βενιζελικοί στον καιρό τους, την Μεγάλη Ιδέα του Έθνους, αλλά να απευθύνεται στα λαϊκά στρώματα, όπως οι βασιλικοί και μια αντιπολίτευση να τάσσεται υπέρ της στροφής στην Δύση απευθυνόμενη στην μεσαία αστική τάξη, όπως οι φιλελεύθεροι βενιζελικοί και όχι στα λαϊκότερα στρώματα όπως οι βασιλικοί της εποχής του Διχασμού.
Το ερώτημα τότε θα είναι αν μια διχασμένη Τουρκία, θα μπορεί να γίνει ξανά η μεγάλη Αυτοκρατορία που πολλοί εντός και εκτός αυτής ονειρεύονται...