Σήμερα συμπληρώνονται 34 χρόνια από τo πλέον καταστροφικό ατύχημα στην ιστορία της πυρηνικής ενέργειας, μόλις μερικά χιλιόμετρα μακριά από την πόλη Πρίπιατ, οι κάτοικοι της οποίας πλήρωσαν το μεγαλύτερο τίμημα.
Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 26ης Απριλίου του 1986, μετά από μια σειρά αλυσιδωτών λαθών κατά τη διάρκεια δοκιμών έκτακτης ανάγκης, ο πυρηνικός αντιδραστήρας Νο 4 εξερράγη, σκορπώντας στον αέρα ραδιενεργά υλικά που μεταφέρθηκαν με τη βοήθεια του ανέμου στις περισσότερες χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης.
Η δοκιμή ήταν προγραμματισμένη να διαρκέσει περίπου ένα λεπτό και πράγματι οι σχετικές αναφορές σημειώνουν ότι ολοκληρώθηκε μόλις σε 36 δευτερόλεπτα. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Βαθιά μέσα στον πυρήνα, είχε ξεκινήσει μια αλυσιδωτή αντίδραση εκτός ελέγχου. Η θερμοκρασία αυξήθηκε στους 4.650οC, σχεδόν όσο και αυτή που επικρατεί στην επιφάνεια του Ήλιου.
Μια έκρηξη ισοδύναμη με 60 τόνους TNT κατεδάφισε τα άνω τοιχώματα της αίθουσας του αντιδραστήρα και εκσφενδόνισε το τεράστιο «καπάκι» 2.000 τόνων στον αέρα σαν νόμισμα.
Περίπου επτά τόνοι καυσίμου ουρανίου, μαζί με κομμάτια ζιρκονίου και ραδιενεργού γραφίτη, απελευθερώθηκαν στην ατμόσφαιρα μαζί με ένα μείγμα αερίων και αερολυμάτων που περιείχαν μερικά από τα πιο επικίνδυνα ραδιενεργά στοιχεία - ιώδιο 131, ποσειδώνιο 239, καίσιο 137, στρόντιο 90 και πλουτώνιο 239.
Επρόκειτο για αντιδραστήρα τύπου RBMK (Reaktor Bolshoy Moshchnosti Kanalnyy), έναν από τους έξι που είχαν προγραμματιστεί να κατασκευαστούν, με την προοπτική να προστεθούν στην ενεργειακή αλυσίδα της Σοβιετικής Ένωσης, που ακόμα βρισκόταν σε πάλη με τη Δύση για την τεχνολογική πρωτοπορία.
Το ίδιο το Πριπιάτ ήταν χτισμένο, ακριβώς για να στεγάσει το προσωπικό που θα εξυπηρετούσε τα έξι κοντινά εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας.
Σύμφωνα με τον Γκριγκόρι Μεντβέντεφ, συγγραφέα του βιβλίου «The Truth About Chernobyl» και επικεφαλής μηχανικός που εστάλη αργότερα η Μόσχα για να ερευνήσει τις αιτίες που οδήγησαν στο δυστύχημα, η φωτιά στον κτίριο αντιδραστήρα έσβησε περίπου έξι ώρες μετά την έκρηξη, από τους άντρες που γνωρίζοντας ότι βαδίζουν στον θάνατο έσπευσαν αμέσως να περιορίσουν την καταστροφή. Αντίθετα, η φωτιά στον ίδιο τον αντιδραστήρα συνέχισε να καίει μέχρι τις 10 Μαΐου στέλνοντας τόνους ραδιενεργών υλικών στην ατμόσφαιρα, κατακλύζοντας την Ευρώπη και κάνοντας τον γύρω του κόσμου.
Τη στιγμή της έκρηξης ένας μηχανικός που βρίσκονταν κοντά στον αντιδραστήρα εξαερώθηκε και ένας ακόμα πέθανε τα αμέσως επόμενα λεπτά λόγω της ασύλληπτα υψηλής δόσης ραδιενέργειας που δέχτηκε. Στους επόμενους τρεις μήνες άλλοι 28 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους. Οι επιπτώσεις στον γενικότερο πληθυσμό τόσο της περιοχής όσο και ευρύτερα είναι δύσκολο να προσδιοριστούν με ακρίβεια αλλά οι επιδημιολογικές αναφορές καθιστούν προφανή τη σύνδεση μεταξύ της αύξησης των περιστατικών καρκίνου και της έκρηξης, τα χρόνια που ακολούθησαν.
Περισσότεροι από 115.000 άνθρωποι απομακρύνθηκαν από την ζώνη αποκλεισμού των 30 χιλιομέτρων και 500.000 εργάτες έχουν εμπλακεί έως τώρα στις επιχειρήσεις αποκατάστασης, διασφάλισης και καθαρισμού της γύρω περιοχής.
Σήμερα το Πρίπιατ είναι μια πόλη φάντασμα. Το ίδιο και δεκάδες άλλοι οικισμοί και χωριά μέσα στην ζώνη αποκλεισμού των 30 χιλιομέτρων που δημιουργήθηκε γύρω από τον πυρηνικό σταθμό μετά το ατύχημα.
Πέρα από τα λάθη των υπευθύνων και τις όποιες κατασκευαστικές αστοχίες, η καταστροφή στο Τσερνόμπιλ αποκάλυψε και την τερατώδη γραφειοκρατία που συνέβαλε σε αυτή πολλά χρόνια πριν από το ίδιο το γεγονός.
Στο βιβλίο του με τίτλο «Μidnight in Chernobyl», ο Βρετανός δημοσιογράφος Άνταμ Χίγκινμποθαμ, αποκάλυψε αποχαρακτηρισμένα αρχεία, με βάση τα οποία οι αντιδραστήρες RBMK είχαν εγγενή σχεδιαστικά ελαττώματα, που η σοβιετική γραφειοκρατία φρόντιζε να κρύβει.
Το 1975 είχε καταγραφεί στο Λένινγκραντ μια μερική τήξη αντιδραστήρα, με τη σχετική έρευνα να καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τέτοια ατυχήματα ήταν εξαιρετικά πιθανά ακόμη και κατά την καθημερινή λειτουργία των μονάδων. Ωστόσο, για περισσότερο από μια δεκαετία, ο αρμόδιος φορέας της ΕΣΣΔ επέλεξε να κρατήσει τα συμπεράσματα της έρευνας ως καλά κρυμμένο μυστικό.