Alpha Bank: Ήπια αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης το 2020

Alpha Bank: Ήπια αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης το 2020

H σημαντική βελτίωση τόσο του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, όσο και του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης εντός του 2019 και η διατήρησή τους, σύμφωνα με τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία για τον Ιανουάριο του 2020, στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 12 και 18 ετών αντίστοιχα, συνάδει με την ελαφρά αύξηση των λιανικών πωλήσεων και την ανοδική πορεία των πωλήσεων επιβατικών Ι.Χ. οχημάτων.

Αυτό αναφέρει η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών εξελίξεων, προσθέτοντας πως δεδομένου ότι οι προσδοκίες στο λιανικό εμπόριο και η καταναλωτική εμπιστοσύνη θεωρούνται πρόδρομοι δείκτες, αναμένεται στους πρώτους μήνες του 2020, η συνέχιση της ήπιας αύξησης των λιανικών πωλήσεων και ως εκ τούτου και της ιδιωτικής κατανάλωσης. 

Η Alpha Bank εξετάζει επίσης τα καταναλωτικά πρότυπα των ελληνικών νοικοκυριών πριν, κατά τη διάρκεια της ύφεσης και στη φάση της ανάκαμψης.

«Η στέγαση, η ενέργεια, η διατροφή και η μεταφορά αντιπροσωπεύουν σχεδόν το ήμισυ του μηνιαίου προϋπολογισμού των νοικοκυριών. Η οικονομική κρίση και η συνεπακόλουθη δημοσιονομική προσαρμογή είχαν σαν αποτέλεσμα την απώλεια περίπου του 26% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, από το 2008 έως το 2013. Εξετάζοντας τη σωρευτική μεταβολή της περιόδου 2008-2018, η περικοπή της δαπάνης των νοικοκυριών ήταν αναλογικά μεγαλύτερη (-38%) και συνοδεύτηκε από μία σημαντική μεταβολή στη διάρθρωση των οικογενειακών προϋπολογισμών.

Συγκεκριμένα, όπως παρατηρείται στο Γράφημα, αξιοσημείωτες είναι οι μεταβολές που έχουν σημειωθεί στα μερίδια των δαπανών για βασικές κατηγορίες αγαθών, όπως διατροφή (20,2% της μέσης μηνιαίας δαπάνης το 2018, έναντι 16,4% το 2008), στέγαση (14,1% το 2018, έναντι 11,8% το 2008) και υπηρεσίες υγείας (7,5% το 2018, έναντι 6,7% το 2008). Από την άλλη πλευρά, μειωμένο ήταν το μερίδιο των δαπανών για διαρκή αγαθά το 2018 (4,4% από 7,1%), καθώς και για είδη «ένδυσης-υπόδησης» (5,8% έναντι 8,2%) και τούτο διότι οι δύο αυτές κατηγορίες παρουσιάζουν υψηλή ελαστικότητα ζήτησης. Αυτή η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη, αφού ανεξαρτήτως οικονομικής επιφάνειας, τα νοικοκυριά δίδουν προτεραιότητα στην κάλυψη των βασικών αναγκών και έπειτα - στο βαθμό που δύνανται - επιχειρούν να αγοράσουν αγαθά και υπηρεσίες με υψηλή ελαστικότητα ζήτησης (αναψυχή, ξενοδοχεία-εστιατόρια) καλύπτοντας τις λιγότερο πιεστικές ανάγκες τους.

Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλαν δύο παράγοντες:

Πρώτον, η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η οποία ήταν το αρνητικό συνδυαστικό αποτέλεσμα της περικοπής των μισθών, της αύξησης του ποσοστού ανεργίας και της συσσώρευσης υψηλού ιδιωτικού χρέους.

Δεύτερον, η αύξηση του επιπέδου των τιμών λόγω της αύξησης του ΦΠΑ σε βασικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών, ως ένα από τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης. Σημειώνεται ότι η αύξηση των συντελεστών φορολογίας στην κατανάλωση όχι μόνο επιβάρυνε τις δαπάνες των νοικοκυριών ποσοτικά, αλλά και επέτεινε την ανισότητα, καθώς ενίσχυσε την αναλογική έναντι της προοδευτικής φορολόγησης.

Η ανάκαμψη της διετίας 2017-2018, ωστόσο, δεν φαίνεται να έχει δημιουργήσει τάση επιστροφής της διάρθρωσης των καταναλωτικών δαπανών του οικογενειακού προϋπολογισμού στα πρότυπα της προ κρίσης περιόδου. Σε σύγκριση με το 2013, το καταναλωτικό πρότυπο των ελληνικών νοικοκυριών το 2018 δεν έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά».