Του Γιώργου Φιντικάκη
Δεν έχουν τελειωμό οι αναταράξεις λόγω των κυρώσεων Τράμπ στο ρωσικό επιχειρείν, και ειδικά στην αγορά αλουμινίου. Σε συνέχεια της βουτιάς της μετοχής της Rusal, ενός από τους μεγαλύτερους παίκτες διεθνώς που παράγει το 6% της παγκόσμιας αγοράς, και της διακοπής παραγγελιών από μεγάλους οίκους που συνεργάζονται μαζί της, τώρα ήρθε η ώρα του Χρηματιστηρίου Μετάλλων του Λονδίνου (LME) να της επιβάλει περιορισμούς.
Σε ανακοίνωσή του σήμερα το LME αναφέρει ότι από τις 17 Απριλίου και μέχρι νεωτέρας, οι πρωτογενείς ράβδοι αλουμινίου της Rusal δεν θα επιτρέπεται να παραμένουν στις συμβεβλημένες με αυτό αποθήκες, «παρά μόνο αν η εταιρεία αποδείξει ότι κάτι τέτοιο δεν παραβιάζει την πρόσφατη επιβολή κυρώσεων από τις ΗΠΑ».
Στο μεταξύ, οι εταιρικές ιστοσελίδες της Rusal και δύο εκ των μετόχων της, των En+ και Renova, τέθηκαν χθες εκτός λειτουργίας, για άγνωστους λόγους. Και δεν είναι λίγοι όσοι εκτιμούν πως αν η Rusal που ανήκει στον Oleg Deripaska, έναν από τους Ρωσους μεγιστάνες που βρέθηκαν στο στόχαστρο των αμερικανικών αρχών, δεν δεχθεί κάποια ισχυρή οικονομική ένεση από τη ρωσική κυβέρνηση, η κήρυξη πτώχευσης θα είναι μονόδρομος. Τις τελευταίες πάντως ημέρες το ρούβλι έχει υποχωρήσει άνω του 3% καθιστώντας τις εισαγωγές πιο ακριβές, ενώ το υπουργείο Οικονομικών αναγκάστηκε να ακυρώσει προγραμματισμένη ομολογιακή έκδοση μετά την εκτίναξη στο κόστος δανεισμού.
Στον αντίποδα, ανοδικά κινούνταν σήμερα για έκτη συνεχόμενη ημέρα οι τιμές του αλουμινίου στο χρηματιστήριο μετάλλων του Λονδίνου, με τα 3μηνα συμβόλαια να διαπραγματεύονται στα 2.204 δολάρια ο τόνος, χαμηλότερα πάντως από το υψηλό ρεκόρ 10 εβδομάδων των 2.242 δολαρίων, το οποίο σημειώθηκε τη Τρίτη. Ωφελημένοι από τις κυρώσεις Τράμπ συνεχίζουν να είναι οι μεγάλοι δυτικοί παραγωγοί, που δεν επηρεάζονται από τις κυρώσεις και τους δασμούς του Τραμπ. Ανάμεσά τους, μεγάλα ονόματα όπως η Alcoa και η Century Aluminum, που είδαν τις μετοχές τους να ενισχύονται σημαντικά, όπως όμως και Ευρωπαίοι παραγωγοί, σαν την Αλουμίνιον της Ελλάδος, της Μυτιληναίος, το μεγαλύτερο και πιο ανταγωνιστικό εργοστάσιο στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Οσο για τη Rusal, σήμερα η τιμή της μετοχής της κινείται σταθεροποιητικά, έχοντας όμως "γκρεμιστεί" τις προηγούμενες ημέρες κατά 25% στη Μόσχα και κατά 50% στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ. Σταθεροποιητικά με ανοδικές τάσεις κινείται και η μετοχή ενός άλλου κολοσσού, του μεγαλύτερου trader εμπορευμάτων παγκοσμίως, της ελβετικής Glencore, που συνδέεται ευθέως με την υπόθεση, καθώς η Rusal αποτελεί έναν από τους βασικούς προμηθευτές της. Η τελευταία παρήγαγε πέρυσι 3,8 εκατ. μετρικούς τόνους αλουμινίου, επίδοση που την κατέταξε ως τον μεγαλύτερο παραγωγό εκτός Κίνας. Εξ αυτών των 3,8 εκατ. τόνων, ο ελβετικός κολοσσός αγόρασε πέρυσι από τη Rusal ποσότητες αλουμινίου αξίας 2,4 εκατ. δισ. δολαρίων.
Σημειωτέον ότι η Glencore κατέχει ποσοστό 8,75% στο μετοχικό κεφάλαιο της Rusal, ενώ είχε και μια θέση στο διοικητικό της συμβούλιο. Ομως, μπροστά στις καταιγιστικές εξελίξεις, η ελβετική εταιρεία ανακοίνωσε χθες ότι θα χαλαρώσει τους δεσμούς με τον Ρώσο μεγιστάνα Oleg Deripaska και ότι θα ακυρώσει το swap για ανταλλαγή του μεριδίου της 8,75% στη Rusal με μετοχές άλλης εταιρείας του ομίλου. Επίσης, ο γενικός διευθυντής της Glencore, Ιβάν Γκλάσενμπεργκ, παραιτήθηκε από το Δ.Σ. της Rusal. Τα παραπάνω επανέφεραν την ψυχραιμία στους μετόχους της Glecore.
Στο "διά ταύτα" πάντως, η κίνηση Τραμπ έχει προκαλέσει σοκ στην παγκόσμια αγορά αλουμινίου, επηρεάζοντας κάθε είδους υλικά, από αυτά που χρησιμοποιούνται στην κονσερβοποιία, έως την αυτοκινητοβιομηχανία και την κατασκευή αεροσκαφών.
Σημειωτέον ότι οι εξαγωγές ρωσικού αλουμινίου στις ΗΠΑ το 2016 ήταν αξίας 1,35 δισ. δολαρίων, ενώ το 2017 προσέγγισαν το 1,6 δισ. δολάρια, σύμφωνα με δηλώσεις που είχε κάνει τον Μάρτιο στο πρακτορείο TASS o εμπορικός ακόλουθος της Ρωσίας στις ΗΠΑ, Αλεξάντρ Στάντνικ. Είχε προηγηθεί η απόφαση του Αμερικανού προέδρου να επιβάλλει δασμούς στις εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου. Μετά και τις νέες κυρώσεις εναντίον της Rusal, αναμένεται να προκληθούν ακόμη μεγαλύτερες αναταράξεις στην παγκόσμια αγορά του μετάλλου, επηρεάζοντας τόσο τις τιμές όσο και τις φυσικές παραδόσεις.
Όσο για τις κυρώσεις Τραμπ, αυτές αφορούν επτά ολιγάρχες, 12 εταιρείες τις οποίες διοικούν ή των οποίων είναι ιδιοκτήτες, 17 ανώτερους Ρώσους αξιωματούχους και μια κρατική εταιρεία εξαγωγής όπλων. Τα μέτρα θεωρούνται αντίποινα από τις ΗΠΑ για την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, τη βία στην Ανατολική Ουκρανία, τη στήριξη της Μόσχας στο καθεστώς Ασαντ και ζητήματα κυβερνοπειρατείας.