Μια απόφαση που αφήνει στον αέρα το κατηγορητήριο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τη σύμβαση 717 της ΕΡΓΟΣΕ έλαβε το Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΣ), καθώς ακύρωσε τη δημοσιονομική διόρθωση στην ΕΡΓΟΣΕ για την εν λόγω σύμβαση. Ειδικότερα, το ανώτατο δικαστήριο έκρινε ότι πρέπει να ακυρωθεί το πρόστιμο των 2,4 εκατ. ευρώ που είχε επιβάλλει το υπουργείο Οικονομικών στην ΕΡΓΟΣΕ τον Ιούνιο του 2019 έπειτα από σχετικό πόρισμα και εντολή της Επιτροπής Δημοσιονομικού Ελέγχου (ΕΔΕΛ). Υπενθυμίζεται πως κατά αυτής της απόφασης είχε προσφύγει η ΕΡΓΟΣΕ με έφεσή της στο ανώτατο δημοσιονομικό δικαστήριο τον Ιούλιο του 2019.
Στην ουσία πλέον στερείται νομιμοποιητικής βάσης το κατηγορητήριο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας (ΕΕ), καθώς με την ανατροπή της επίμαχης απόφασης η νομική βάση της ΕΕ δεν έχει κανένα έρεισμα. Το ΕΣ δέχθηκε πως οι μελέτες εφαρμογής της σηματοδότησης που εκπόνησε τρίτη εταιρεία για λογαριασμό της κατασκευάστριας κοινοπραξίας, υλοποιήθηκαν ορθώς, δεν ήταν παράτυπες, παραδόθηκαν κανονικά στο συμβατικό πλαίσιο της διαγωνιστικής διαδικασίας και, μάλιστα, η καταλληλότητα της συγκεκριμένης εταιρείας είχε εγκριθεί από την ΕΡΓΟΣΕ προτού καν αναλάβει την εκπόνηση των μελετών.
H ελληνική δικαιοσύνη σε ανώτατο επίπεδο, κρίνει ότι η σύμβαση εκτελέστηκε νόμιμα και δεν υφίσταται ζημία του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως υποστηρίζει το κατηγορητήριο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Μετά την απόφαση αλλάζει άρδην το σκηνικό γύρω από τη γνωστή σύμβαση. Και αυτό γιατί οι διώξεις στηρίζονταν σε μια νομική βάση που πλέον δεν υφίσταται.
Επομένως, τίθενται ερωτήματα σχετικά με την πορεία των διώξεων της ΕΕ για τη σύμβαση 717. Θα συνεχιστούν τώρα που δεν υφίσταται νομιμοποιητική βάση, εφόσον το πρόστιμο της ΕΔΕΛ ακυρώθηκε; Άγνωστο ποια θα είναι τα επόμενα βήματα, ωστόσο είναι δεδομένο πως η ΕΕ είτε θα πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης και να παύσει τις διώξεις, ή θα πρέπει να αναζητήσει άλλη νομιμοποιητική βάση, καθώς αυτή που στηρίζεται, στερείται νομικής αιτιολόγησης.