Του Βασίλη Γεώργα
Αν τις προηγούμενες εβδομάδες η κυβέρνηση και οι δανειστές έλουζαν τα χωράφια με βενζίνη, από προχθές είναι σαν να έχουν ανάψει το σπίρτο και ετοιμάζονται να κάψουν τα σπαρτά.
Οι μεν δια της εκλογολογίας και των παροχών, οι δε δια των θηριωδών απαιτήσεων για πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα 4,5 δισ. ευρώ μέσα από περικοπές μισθών και συντάξεων, έχουν οδηγήσει την κατά τα άλλα «εύκολη» αξιολόγηση, σε φαινομενικό αδιέξοδο με άξονα την δέσμευση της χώρας για πολυετή πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ.
Πολλοί στην Ευρώπη και στο εσωτερικό, πιστεύουν ότι η λόγω της κρισιμότητας του 2017, η συμφωνία θα κλείσει σε κάθε περίπτωση στις αρχές της επόμενης χρονιάς, και όλο το πολιτικό κόστος των πρόσθετων μέτρων θα βαρύνει την κυβέρνηση η οποία αναζητά το κατάλληλο επικοινωνιακό πλαίσιο για να διαχειριστεί τη ζημιά και να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων για τον χρόνο των πολιτικών εξελίξεων.
Την ερχόμενη Πέμπτη, στη Σύνοδο Κορυφής (και όχι στο τραπέζι των τεχνικών διαπραγματεύσεων με την τρόικα), ο Πρωθυπουργός αναμένεται ότι ανάλογα με τα μηνύματα που θα εισπράξει από τους ομολόγους του, θα βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά σε οριστικές αποφάσεις για το πώς θα κινηθεί. Όλες οι ενδείξεις μέχρι τώρα συνηγορούν στην εκτίμηση πως είναι η Ελλάδα η οποία θα εισπράξει την πίεση για να οδηγήσει τη διαπραγμάτευση σε απεμπλοκή, και όχι η «σκληρή» πτέρυγα των δανειστών όπως ευελπιστεί η κυβέρνηση ότι θα γίνει. Η έμμεση αποδοχή των θέσεων του ΔΝΤ από το Βερολίνο και οι διευκρινιστικές δηλώσεις του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ ότι η Ελλάδα χρειάζεται να κάνει νέες παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα και να διευρύνει τη φορολογική της βάση (μείωση αφορολόγητου ορίου) είναι απολύτως ενδεικτικές της συμμαχίας των δύο βασικών παικτών της διαπραγμάτευσης.
Είτε αποφασίσει η κυβέρνηση είτε όχι να δραπετεύσει με πρόωρες εκλογές, ξέρουμε πλέον ότι οι επόμενοι μήνες μέχρι το τέλος Ιανουαρίου που κλείνει το παράθυρο ευκαιρίας για τη συμφωνία, θα είναι μια περίοδος επιστροφής στην οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα για τη χώρα που παράλληλα βρίσκεται εν τω μέσω διασταυρούμενων πυρών στα μέτωπα των εθνικών θεμάτων και της προσφυγικής κρίσης.
Θα ήταν ευχής έργον τουλάχιστον το οικονομικό μέτωπο να έκλεινε εγκαίρως και με το μικρότερο δυνατό κόστος. Αλλά παρά τα ευχολόγια, δεν διαφαίνεται αυτή τη στιγμή κάτι περισσότερο από το ξεδίπλωμα μιας στρατηγικής «ρήξης» από την κυβέρνηση, η οποία με τον τρόπο αυτό αφενός υψώνει προπέτασμα καπνού στα νέα σκληρά μέτρα τα οποία είναι υποχρεωμένη να δρομολογήσει, και αφετέρου προετοιμάζει το έδαφος της απόδρασης αν κριθεί σκόπιμο.
Δύο είναι τα στοιχεία της διαπραγμάτευσης που θα κρίνουν τη συνέχεια:
Κόφτης για τον γόρδιο δεσμό των πλεονασμάτων
Το κυριότερο έχει να κάνει με το αν και πως η κυβέρνηση θα αποφύγει τον σκόπελο της αναλυτικής εξειδίκευσης νέων μέτρων που ζητά το ΔΝΤ ώστε να «βεβαιωθεί» ότι θα επιτευχθούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% για το 2019 και το 2020.
Το ΔΝΤ έχει βάλει στο τραπέζι μέτρα μείωσης συντάξεων, μισθών και αύξησης φορολογικών εσόδων ύψους 4,5 δισ. ευρώ (2,5% του ΑΕΠ) και παρότι η νομοθέτησή τους απορρίπτεται από το οικονομικό επιτελείο, θεωρείται κλειδί για να προχωρήσει η συμφωνία.
Ο ευκολότερος πολιτικά και τεχνικά τρόπος για να γίνει αυτό είναι η διεύρυνση του ήδη νομοθετημένου (και εκτός κοινοβουλευτικής έγκρισης) «κόφτη δαπανών» για όσο χρόνο χρειαστεί μετά το 2018.
Από τη στιγμή που η λέξη «μηχανισμός» καταγράφηκε στην τελευταία απόφαση του Eurogroup, θεωρείται από όλες τις πλευρές ως η πλέον ενδεδειγμένη λύση για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο, και όλη η συζήτηση περιστρέφεται στο αν οι περικοπές που θα προβλέπει θα εξειδικευτούν περισσότερο από όσο συμβαίνει σήμερα. Είχαμε αποφασίσει συμπληρωματικά μέτρα έκτακτης ανάγκης και στο παρελθόν. Μπορούμε να οικοδομήσουμε πάνω σε αυτό, αλλά θα πρέπει να γίνει λίγο ισχυρότερο - αυτό είναι ένα από τα καθήκοντα των θεσμών μέσα στις επόμενες εβδομάδες», δήλωσε χθες χαρακτηριστικά ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρένγκλινγκ, αφήνοντας να εννοηθεί ότι στις μελλοντικές περικοπές θα μπουν και οι συντάξεις αλλά οι αποφάσεις για μείωση τους δεν θα ληφθούν τώρα.
Από την άλλη η χρονική επιμήκυνσή και ο επαναπροσδιορισμός της λειτουργίας του αυτόματου μηχανισμού περικοπής δαπανών είναι μια βαριά πολιτική απόφαση που πρωτίστως δεσμεύει τις μελλοντικές κυβερνήσεις, αλλά το πολιτικό κόστος θα βαρύνει σε πρώτη φάση τη σημερινή και αν μη τι άλλο απαιτεί την ελάχιστη συναίνεση της αντιπολίτευσης.
Το δεύτερο στοιχείο που θα κρίνει την πορεία της διαπραγμάτευσης είναι το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων και για πόσο χρονικό διάστημα αυτά θα ισχύσουν για την περίοδο μετά το 2018. Το στοιχείο αυτό είναι αλληλένδετο με την ευρύτερη συζήτηση για τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις διευθέτησης του χρέους (σ.σ όσο μεγαλύτερα πλεονάσματα και περισσότερο χρονικό διάστημα, τόσο λιγότερες παρεμβάσεις μείωσης χρέους απαιτούνται) αλλά και με το ύψος των μέτρων που χρειάζεται να ληφθούν για να επιτευχθούν οι στόχοι.
Είναι γνωστή η θέση της ευρωζώνης για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τα οποία θα διαρκέσουν τουλάχιστον 3 έως 5 χρόνια (10 προτείνει το Βερολίνο), όπως γνωστή είναι και η θέση της Αθήνας να μειωθεί άμεσα μετά το τέλος του προγράμματος ο στόχος στο 2,5%, και ένα μέρος από αυτά τα πλεονάσματα να χρηματοδοτεί μειώσεις φόρων και εισφορών.
Η πρόταση αυτή δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη τύχη παρότι την στηρίζουν τόσο η Αξιωματική Αντιπολίτευση, όσο και η ΤτΕ. Και δεν έχει τύχη όχι γιατί είναι ατεκμηρίωτη, αλλά επειδή η πολιτική απόφαση της ευρωζώνης είναι πρώτα να γίνουν οι επίδικες δημοσιονομικές περικοπές και να μην ανοίξει ουσιαστικά τη συζήτηση για τα πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι να περάσουν οι Γερμανικές εκλογές και να τελειώσει το ελληνικό πρόγραμμα το καλοκαίρι του 2018. Μόνο τότε, και εφόσον τεθεί θέμα επανεξέτασης της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους για να ληφθούν περισσότερα μέτρα ελάφρυνσης, θα μπει στο τραπέζι η προοπτική μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων.