Του Βασίλη Γεώργα
Τρεις μήνες μετά το πάγωμα των διαπραγματεύσεων για τη δεύτερη αξιολόγηση, οι εκπρόσωποι των δανειστών επιστρέφουν πίσω στην Αθήνα με ένα συγκαλυμμένο 4ο μνημόνιο σκληρής λιτότητας ανά χείρας.
Η μείωση στις συντάξεις κατά 1% του ΑΕΠ (1,35 δισ. ευρώ), η αύξηση των φορολογικών εσόδων επίσης κατά 1% (1,35 δισ. ευρώ) μέσω της περικοπής στο αφορολόγητο όριο, η απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, το βίαιο άνοιγμα αγορών όπως λ.χ η ενέργεια, κ.α, αποτελούν βασικές παραμέτρους της υπό συζήτηση συμφωνίας, με την κυβέρνηση να έχει ήδη αποδεχτεί την προκαταβολική νομοθέτηση των πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων που παρεισέφρησαν στο τρέχον πρόγραμμα ως «εγγύηση» για τη διασφάλιση της αποπληρωμής του χρέους μέσω της επίτευξης υψηλών πλεονασμάτων, και ως όρος για τη συμμετοχή του ΔΝΤ η οποία δεν έχει κριθεί ακόμη.
Με την επιστροφή της τρόικας στην Αθήνα κλείνει ένας κύκλος βαρύγδουπων διακηρύξεων ένθεν κακείθεν για το «τέλος της λιτότητας» που περισσότερο εξυπηρέτησαν επικοινωνιακούς σκοπούς, παρά λόγους ουσίας, με την κυβέρνηση να δείχνει πως έχει αποφασίσει να φέρει τη συμφωνία στη Βουλή επενδύοντας στην πολιτική της επιβίωση μέσω του αφηγήματος της «επιστροφής στην ανάπτυξη».
Στις ολοήμερες διαπραγματεύσεις που ξεκινούν από σήμερα (σ.σ στην επίσημη ατζέντα περιλαμβάνονται τα δημοσιονομικά, το «υπερταμείο» και η αγορά ενέργειας) και αναμένεται να διαρκέσουν τουλάχιστον μια εβδομάδα, το θέμα δεν είναι το «αν» αλλά το «πόσο» και το «πότε». Ζητούμενο δεν είναι αυτή καθ' αυτή η λήψη των μέτρων που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά ο χρόνος εφαρμογής τους (από το 2018 ή το 2019 και μετά) και η ποσοτικοποίησή τους. Αν δηλαδή θα είναι τελικά περισσότερα ή λιγότερα από τα 3,6 δισ. ευρώ που απαιτούνται ώστε να καλυφθεί το κενό μεταξύ των προβλέψεων της ευρωζώνης για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ, και των εκτιμήσεων του ΔΝΤ για πλεόνασμα που δεν θα ξεπερνά το 1,5% του ΑΕΠ εφόσον δεν ληφθούν νέα μέτρα.
Παρά την ύπαρξη των λεγόμενων «αντιμέτρων», δηλαδή της δυνατότητας που θα δοθεί στην ελληνική κυβέρνηση να προκαθορίσει από τώρα σε συμφωνία με τους δανειστές, τους δυνητικούς τομείς στους οποίους θα μπορούν να διοχετεύονται τα υπερβάλλοντα ποσά των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018 (π.χ συγκεκριμένες μειώσεις φόρων), ο νέος κύκλος διαπραγματεύσεων δεν αναμένεται ότι θα είναι ούτε πολιτικά εύκολος ούτε χρονικά σύντομος. Η Ελλάδα έχει θεωρητικά κάθε λόγο να επιδιώξει κλείσιμο της τεχνικής συμφωνίας στο συντομότερο δυνατό χρόνο ώστε να μπορεί να ανοίξει άμεσα τη συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα του χρέους και να απελευθερώσει την οικονομία από τα δεσμά της αβεβαιότητας, όμως, το μήνυμα που έχουν στείλει οι δανειστές είναι πως ειδικά σε ό,τι αφορά στο χρέος, δεν πρέπει να αναμένονται αποφάσεις πριν τον χειμώνα του 2017 – 2018 μετά τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης στη Γερμανία.
Ανεξάρτητα από τον χρόνο των επιτόπιων συναντήσεων στην Αθήνα, εκτιμάται ότι θα χρειαστεί να φτάσουμε μέχρι τον Απρίλιο ή και τον Μάιο για μια συνολική συμφωνία που θα περιλαμβάνει και το επιμέρους μνημόνιο με το ΔΝΤ και θα επιτρέπει την εκταμίευση δόσης ή δόσεων (6,1 δισ. ευρώ) με τις οποίες η Ελλάδα θα μπορέσει να αποπληρώσει τα χρεολύσια του καλοκαιριού.
Η κυβέρνηση θα παρουσιάσει τις δικές της προτάσεις για το πώς θα ήθελε να διαμορφωθεί το «μείγμα πολιτικής» σε ότι αφορά τη μείωση του αφορολόγητου και τον χρόνο κατάργησης της προσωπικής διαφοράς για τις συντάξεις, ποντάροντας σε κάθε περίπτωση στην προσδοκία ότι ο τελικός λογαριασμός θα είναι έστω και οριακά μικρότερος λόγω της υπεραπόδοσης που εκτιμά ότι θα επιτευχθεί με τη σειρά των μέτρων που ήδη εφαρμόζονται. Για παράδειγμα σε ότι αφορά τις συντάξεις για τις οποίες ζητείται άμεση μείωση της δαπάνης μέσα στο 2018 από τους δανειστές, το υπουργείο Εργασίας θα προτείνει την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς σε δύο δόσεις, μια την περίοδο 2019-2021 και μια την τριετία που θα ακολουθήσει, ενώ για το αφορολόγητο η συζήτηση γίνεται για περικοπή του στα 6.600 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τις προτάσεις για τα πεδία μείωσης φόρων ώστε το τελικό δημοσιονομικό αποτέλεσμα των νέων μέτρων να είναι «ουδέτερο» εφόσον επιτυγχάνονται οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων, από ελληνικής πλευράς επιχειρείται η μείωση του ΦΠΑ, ή εναλλακτικά μείωση των φορολογικών συντελεστών στα φυσικά πρόσωπα, νέος τρόπος υπολογισμού του ΕΝΦΙΑ ώστε να προκύψουν ελαφρύνσεις για όσους έχουν μικρές ιδιοκτησίες και επιβαρύνσεις για τους μεγαλοϊδιοκτήτες ακινήτων.
Αν το ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι η «κοινωνική δικαιοσύνη», αυτή δεν αναμένεται να διασφαλιστεί με ελάφρυνση των χαμηλόμισθων και συνταξιούχων από τη στιγμή που οι όποιες μειώσεις φόρων σύμφωνα με τους δανειστές θα πρέπει να αποσκοπούν στην ενίσχυση των επενδύσεων και της ανάπτυξης. Συνεπώς ο όποιος ελεύθερος δημοσιονομικός χώρος προκύψει θα επιχειρηθεί να καλυφθεί με μειώσεις των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων, διορθωτικές κινήσεις στις υψηλές εισφορές και μειώσεις στις κλίμακες των υψηλά φορολογούμενων φυσικών προσώπων.