Η πτώση της Credit Suisse επέφερε σημαντικό χτύπημα στα διαπιστευτήρια της Ελβετίας ως ηγέτιδας δύναμης στη διαχείριση πλούτου, εγείροντας αμφιβολίες όσον αφορά στη φήμη της για σταθερότητα, καλή εποπτεία και εταιρική διακυβέρνηση, εκτιμούν οι ειδικοί του χώρου.
Ταλαιπωρημένη από σειρά σκανδάλων και ζημιών η Credit Suisse αντιμετώπιζε μια κρίση εμπιστοσύνης εδώ και μήνες πριν σφραγιστεί το άδοξο τέλος της σε λίγες μόνο ημέρες, όταν οι ελβετικές αρχές ενορχήστρωσαν την εξαγορά της από τη μεγαλύτερη αντίπαλο της, την UBS.
H UBS είχε και αυτή χρειαστεί διάσωση από την κυβέρνηση το 2008 λόγω της έκθεσής της σε ομόλογα στεγαστικών δανείων χαμηλής διαβάθμισης στις ΗΠΑ.
Τα απόνερα της κατάρρευσης της Credit Suisse θα είναι επιζήμια και θα ωφελήσουν τα ανταγωνιστικά κέντρα διαχείρισης πλούτου, εκτιμούν ακαδημαϊκοί στη Λωζάννη. Η Ελβετία διαχειρίζεται γύρω στα $2,6 τρισ. περιουσιακών στοιχείων σύμφωνα με μελέτη της Deloitte το 2021, ποσό που της δίνει το στέμμα του μεγαλύτερου κέντρου διαχείρισης πλούτου παγκοσμίως, πάνω από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ. Αντιμετωπίζει, ωστόσο, ανταγωνισμό από άλλα κέντρα όπως το Λουξεμβούργο και ιδιαίτερα τη Σιγκαπούρη που γνωρίζει ταχεία ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια.
Οι τραπεζίτες στη Σιγκαπούρη πρέπει να ανοίγουν σαμπάνιες μετά τις τελευταίες εξελίξεις. Η φήμη της Ελβετίας ως μια σταθερή, προβλέψιμη χώρα επλήγη από την απόφαση των αρχών να μηδενίσουν την αξία των ομολόγων ΑΤ1 που είχε εκδώσει η Credit Suisse, ζημιώνοντας τους κατόχους των τίτλων αυτών.
Με βάση τη συμφωνία εξαγοράς, οι κάτοχοι ομολόγων ΑΤ1 της Credit Suisse χάνουν τα λεφτά τους ενώ οι μέτοχοι, οι οποίοι έρχονται μετά τους ομολογιούχους στην κατάταξη σε περιπτώσεις αποζημίωσης, θα λάβουν $3,23 δισ.
Η Ένωση Ελβετικών Τραπεζών προσπάθησε να δικαιολογήσει την απόφαση, παρουσιάζοντας τη διάσωση που σχεδίασε η κυβέρνηση με την κεντρική τράπεζα και τις εποπτικές αρχές ως ένδειξη δύναμης σε στιγμή κρίσης.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο αριθμός των ελβετικών τραπεζών έχει μειωθεί, στις 239 το 2021 από 356 το 2002. Παράλληλα, έχει συρρικνωθεί και ο αριθμός των εργαζομένων στον κλάδο, από 108.000 το 2011 στις 91.000. Η Ελβετία χρειάστηκε επείγουσα νομοθεσία ώστε να επιτραπεί μαξιλάρι ρευστότητας του Δημοσίου που θα πρόσφερε μέχρι 100 δισ. φράγκα στην Credit Suisse, καθώς κάτι τέτοιο δεν είχε προβλεφθεί στη νομοθεσία της χώρας.
Το πλέον αντιφατικό όμως ήταν ότι η επείγουσα νομοθεσία επέτρεψε την εξαγορά χωρίς την έγκριση των μετόχων. Τα συνδικάτα και η αντιπολίτευση αντέδρασαν με θυμό στη διάσωση καθώς θα επιβαρύνει τον Ελβετό φορολογούμενο για την κάλυψη ζημιών 9 δισ. φράγκων.
Για χρόνια τώρα ο υπερμεγέθης τραπεζικός κλάδος της Ελβετίας δεχόταν πιέσεις μετά την κατάρρευση του τραπεζικού απορρήτου, καθώς άλλες χώρες ενέτειναν την προσπάθεια καταπολέμησης της φοροδιαφυγής. Η συμβολή του κλάδου στο ΑΕΠ της ελβετικής οικονομίας έχει υποχωρήσει από το 9,9% το 2002 στο 8,9% το 2022 με άλλες δραστηριότητες όπως η φαρμακοβιομηχανία να έχουν γίνει πιο σημαντικές σε μια χώρα που έχει το τρίτο υψηλότερο κατά κεφαλή εισόδημα στον κόσμο, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ελβετικού ερευνητικού ινστιτούτου ΒΑΚ Economics, τα απόνερα της κατάρρευσης της Credit Suisse θα περιοριστούν στον τραπεζικό κλάδο όπου θα χαθούν γύρω στις 12.000 θέσεις εργασίας. Οι συνέπειες για την ευρύτερη οικονομία θα είναι περιορισμένες, γύρω στο 0,05% του ΑΕΠ ετησίως.
Η μακρά παράδοση της Ελβετίας ως τραπεζικό κέντρο σημαίνει ότι θα παραμείνει δύναμη στη διαχείριση περιουσίας καθώς οι επενδυτές την επιλέγουν λόγω της σταθερότητας της και της δύναμης του ελβετικού φράγκου. Όμως, ο ανταγωνισμός ενδυναμώνεται και οι πρόσφατες εξελίξεις θα δουν κάποια στιγμή τη Σιγκαπούρη να κλέβει τον θρόνο της Ελβετίας.
Είναι απλά θέμα χρόνου.