Του Γιώργου Φιντικάκη
Κάθε φορά που οι μισθολογικές αυξήσεις υπαγορεύονται από ιδεολογικά ή εκλογικά κίνητρα, και όχι από στάθμιση της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, οδηγούν την οικονομία σε στασιμότητα, επισημαίνουν τέσσερις οικονομολόγοι που γράφουν στο Liberal.gr για τις επιπτώσεις της απόφασης αύξησης του κατώτατου μισθού.
Στη δεκαετία του 1980, ο Μιτεράν στη Γαλλία και ο Παπανδρέου στην Ελλάδα αύξησαν αμφότεροι τους μισθούς, αναφέρει ο Γιώργος Παγουλάτος από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, θυμίζοντας ότι το αποτέλεσμα μετά από μερικά χρόνια ήταν η πτώση της ανταγωνιστικότητας, και η υιοθέτηση μέτρων λιτότητας, αναιρώντας τα όποια εισοδηματικά οφέλη.
Εάν μια σοβαρή κυβέρνηση ήθελε να βοηθήσει πραγματικά τους χαμηλόμισθους, θα μείωνε τις υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές, τονίζει από τη πλευρά του ο Μιλτιάδης Νεκτάριος από το Πανεπιστήμιο Πειραιά, απαριθμώντας τα οφέλη μιας τέτοιας κίνησης.
Στις επιπτώσεις που θα έχει η απόφαση της κυβέρνησης στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, δηλαδή στις εξαγωγές, στέκεται ο Παναγιώτης Πετράκης από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, προβλέποντας επιδείνωση κατά 4,4%, προς όφελος των ανταγωνιστών μας όπως Ιταλία, Ολλανδία και Τουρκία, και επομένως μείωση της απασχόλησης όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Το μέτρο απειλεί να ανακόψει ή και να αναστρέψει την τάση μείωσης της ανεργίας, ενός από τους λιγοστούς δείκτες που τα τελευταία χρόνια πηγαίνουν καλύτερα από τις προβλέψεις της κυβέρνησης, λέει από την πλευρά του ο Πάνος Τσακλόγλου από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Γ. Παγουλάτος: Τι έχει δείξει η ιστορική εμπειρία
Η αποκατάσταση των μισθών πρέπει να είναι σταδιακή και να συμβαδίζει με την παραγωγικότητα. Αλλιώς επιδεινώνει την ανταγωνιστικότητα. Ας δούμε δυο ιστορικά παραδείγματα. O Μιτεράν το 1981-82 αύξησε τον ελάχιστο μισθό κατά 29% και ακολούθησε πολιτική τόνωσης μέσω παροχών. Αποτέλεσμα: αύξηση του πληθωρισμού, πτώση της ανταγωνιστικότητας, φυγή κεφαλαίων, κρίση ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που οδήγησε στη «μεγάλη αναστροφή» του 1983, λιτότητα, νομισματικής πειθαρχία και πολιτικές που κατηγορήθηκαν ως «νεοφιλελεύθερες».
Αντίστοιχα, ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1982-85 έδωσε μεγάλες αυξήσεις. Ο μέσος πραγματικός μισθός στη βιομηχανία αυξανόταν 4% ετησίως, ενώ η παραγωγικότητα με 0,5%. Αποτέλεσμα: κατάρρευση ανταγωνιστικότητας, αποβιομηχάνιση, και υιοθέτηση λιτότητα μετά το 1985, που αναίρεσε όποια εισοδηματικά οφέλη της πρώτης τετραετίας. Συμπέρασμα: όταν οι μισθολογικές αυξήσεις υπαγορεύονται από ιδεολογικά ή εκλογικά κίνητρα και όχι από στάθμιση της ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας, οδηγούν σε στασιμότητα που καταλήγει σε νέα λιτότητα.
Μ. Νεκτάριος: Μείωση εισφορών, όχι αύξηση μισθών
Στην περίοδο της κρίσης 2010-2017, το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα, τόσο ως ποσοστό των ακαθάριστων αποδοχών των εργαζομένων όσο και ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας, ήταν πάνω από 6,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Μια μόνιμη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών: (α) αυξάνει τον καθαρό μισθό του εργαζόμενου και συνακόλουθα την κατανάλωση, (β) αυξάνει την προσφορά εργασίας και μειώνει την «μαύρη εργασία», (γ) βελτιώνει την διεθνή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων, (δ) αυξάνει την ζήτηση εργασίας από τις επιχειρήσεις, (ε) ισχυροποιεί τα κίνητρα των επιχειρήσεων να πραγματοποιήσουν παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες βελτιώνουν την παραγωγικότητα της οικονομίας και συνακόλουθα την αύξηση των μισθών, και (στ) ενισχύει την οικονομική ανάπτυξη και τα φορολογικά/ασφαλιστικά έσοδα. Είναι, λοιπόν, αυτονόητο τι θα έπρεπε να κάνει μια σοβαρή κυβέρνηση για να βοηθήσει τους χαμηλόμισθους.
Π. Πετράκης: Πτώση της ανταγωνιστικότητας
Η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού και η αύξηση του κατώτατου ήταν μία αναμενόμενη ρύθμιση. Μη αναμενόμενη ήταν η έκταση της αύξησης του κατώτατου μισθού (+11%). Πριν την αύξηση ο κατώτατος μισθός μας ήταν το 26% του ελληνικού κατά κεφαλή ΑΕΠ μαζί με την Πορτογαλία, Ισπανία κ.τ.λ. Τώρα ανεβήκαμε στο 33% και συγκρινόμαστε με την Γερμανία, την Ολλανδία κ.τ.λ.
Η απόφαση αυτή θα μειώσει την ανταγωνιστικότητά μας κατά 4,41% προς όφελος των εμπορικών ανταγωνιστών μας όπως η Ιταλία, Ολλανδία, Τουρκία κ.τ.λ. Επίσης εκτιμάται ότι θα μειώσει την απασχόληση αυτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό κατά 2%. Τέλος θα βελτιώσει τα εισοδήματα αυτών που θα συνεχίσουν να αμείβονται με κατώτατο μισθό ενώ συγχρόνως θα δημιουργήσει κίνητρα για προσφυγή στην σκιώδη οικονομία και τις ευέλικτες μορφές εργασίας. Η παραγωγικότητα της εργασίας δεν δικαιολογεί την έκταση της αύξησης, τ' αποτελέσματα των επιχειρήσεων δεν την δικαιολογούν, τα μακροοικονομικά μεγέθη επίσης. Συνεπώς η αιτιολόγησή τους θα πρέπει ν' αναζητηθεί στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο (μείωση φτώχειας). Ένας δρόμος αύξησης του δανεισμού και μείωσης της ανταγωνιστικότητας θα είναι καταστροφικός. Τον έχουμε δοκιμάσει και υποφέραμε. Η λύση είναι η ανάπτυξη.
Π. Τσακλόγλου: Κίνδυνος για "μαύρη" εργασία, ανεργία
Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν δύο δείκτες που πηγαίνουν καλύτερα από τις προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και των διεθνών οργανισμών. Ο πρώτος είναι το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα (πρωτογενές πλεόνασμα). Πολλοί ερίζουν για την πατρότητα αυτής της επιτυχίας.
Το δεύτερο είναι το ποσοστό ανεργίας. Παρότι η ανεργία παραμένει ακόμα σε πολύ υψηλά επίπεδα, μειώνεται με ταχείς ρυθμούς. Αυτή η επιτυχία είναι «ορφανή» - κανένας δεν τη διεκδικεί. Που οφείλεται η ταχεία αποκλιμάκωση της ανεργίας; Μα, ασφαλώς, στην απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και τη μείωση του εργατικού κόστους στα χρόνια των Μνημονίων.
Η σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού που ανήγγειλε η κυβέρνηση, που είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα συμπαρασύρει και την υπόλοιπη μισθολογική κλίμακα, είναι πολύ πιθανό να ανακόψει ή και να αναστρέψει την τάση μείωσης της ανεργίας αλλά και να αυξήσει τα ποσοστά «μαύρης» αδήλωτης εργασίας.