Η ελληνική οικονομία έχει δοκιμαστεί αρκετά τα τελευταία χρόνια και η αγορά εργασίας έχει μεταβληθεί πολλαπλώς, υπό την πίεση πολλών και διαφορετικών ενδογενών αλλά και εξωγενών παραγόντων. Σ’ ένα τέτοιο -πολλές φορές πειραματικό και κυρίως εις βάρος των εργαζόμενων- περιβάλλον, που μάλιστα διατηρήθηκε για τουλάχιστον 10 χρόνια, οι εργαζόμενοι, ως «ακροβάτες» της κοινωνίας, κλήθηκαν να αναμετρηθούν καθημερινά µε τις ανάγκες τους.
Και παρά τα συνεχή ραπίσματα, τις ανυπόφορες πιέσεις και τα νομοσχέδια «γονατογραφήματα», κατάφεραν να ισορροπήσουν μεταξύ αξιοπρέπειας και επιβίωσης.
Ξεπέρασαν μια σειρά από εμπόδια, αντιμετωπίζοντας σθεναρά τις δυσκολίες της καθημερινότητας και συνθήκες πρωτόγνωρες για τη χώρα. Από τη «μαύρη» και υποδηλωμένη εργασία, φαινόμενα που άνθισαν κατά τη διάρκεια της κρίσης, μέχρι τα «capital control» και την ολική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, που οδήγησε στο ζενίθ τις μαζικές απολύσεις, την ισοπέδωση εργασιακών δικαιωμάτων, την υπερεντατικοποίηση της εργασίας και τη μισθολογική εξαθλίωση.
Όλα αυτά συνέβησαν και καταγράφηκαν. Και η ιστορία, δυστυχώς, έγραψε ότι στο «μαγείρεμα» τέτοιων πολιτικών, η συνταγή δεν άλλαζε ανάλογα με το πολιτικό πρόσημο της εκάστοτε Κυβέρνησης. Η αριστερά και τα μνημόνια λιτότητας δεν ήταν, δηλαδή, και τόσο ασύμβατες έννοιες. Το 2015 δομήθηκε ένα τρίτο, βαρύ και ασήκωτο μνημόνιο, που επιβάρυνε σημαντικά εργαζόμενους και συνταξιούχους, ενώ την ίδια στιγμή, η πρώτη αριστερή κυβέρνηση της χώρας υιοθέτησε πλήρως και κατά γράμμα το πνεύμα των δύο πρώτων, ιδιαιτέρως σκληρών μνημονίων, τα οποία φυσικά είχε υποσχεθεί να καταργήσει.
Αυτή η μικρή ανασκόπηση όσων ζήσαμε, κατά τη διάρκεια της κρίσης, είναι ζωτικής σημασίας για τη χώρα και τους πολίτες. Οφείλουμε όλοι να θυμόμαστε το παρελθόν για να χτίζουμε το παρόν, σχεδιάζοντας, παράλληλα, σωστές βάσεις για το μέλλον. Και σήμερα, οι βάσεις που δημιουργούνται είναι σαφώς πιο ελπιδοφόρες, ενώ οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας είναι επίσης καλύτερες, σε σχέση με το μωσαϊκό απαισιοδοξίας, που είχε συγκροτηθεί την περίοδο 2010-2019.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα, το μέγεθος και οι τάσεις των οποίων αποκρυσταλλώνουν σε σημαντικό βαθμό την κατάσταση μιας οικονομίας αλλά και μιας κοινωνίας. Είναι κοινά αποδεκτό ότι δεν υπάρχει καμία ποιοτική συγγένεια των υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών των παρελθόντων ετών, µε τα σημερινά εργαστήρια επίλυσης προβλημάτων.
Όχι ότι τα στελέχη τους, πολιτικά και υπηρεσιακά, διαπνέονται από κάποιους άλλους ρόλους, εκτός από αυτούς που οφείλουν να υπηρετούν διαχρονικά, αλλά σήμερα, αυτά τα δύο κομβικά υπουργεία δε, υποχρεούνται από τους περιπλανώμενους θεσμούς-εταίρους να διαπνέονται από αντιλαϊκές και αντεργατικές πολιτικές. Αντίθετα, έχουμε μπει σε μια τροχιά ομαλότητας, όπου σταδιακά οι πολίτες - και κυρίως οι εργαζόμενοι - ανακτούν σταδιακά μέρος των χαμένων εδαφών.
Επί του πρακτέου. Από το 2012 μέχρι και το 2018, ο κατώτατος μισθός ανερχόταν στο ευτελές ποσό των 586 ευρώ, ενώ το 2019 έφτασε τα 650 ευρώ. Σήμερα, έχει οδηγηθεί στα 830 ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση 28% σε σχέση με το 2019. Αυτό σημαίνει, πρακτικά, ότι μέσα σε μια πενταετία, το καθαρό ετήσιο εισόδημα αυξήθηκε από 7.667 ευρώ στα 9.884 ευρώ, μία ετήσια αύξηση 2.217 ευρώ. Μάλιστα, δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι οι κατώτατες απολαβές να φτάσουν στα 950 ευρώ μέχρι το 2027, κάτι που σημαίνει ότι, σε σύγκριση με το 2019, ο κατώτατος μισθός θα έχει αυξηθεί κατά 46%.
Την ίδια στιγμή, η αντιμετώπιση της ανεργίας, ένα φαινόμενο που κατά τη διάρκεια της κρίσης, παραλίγο να τινάξει στον αέρα το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, αλλά και την ίδια την κοινωνία, αντιμετωπίστηκε δραστικά και, παράλληλα, τράβηξε προς τα πάνω το μέσο μισθό. Το 2023, καταγράφηκε μέσος μισθός 1.251 ευρώ, ενώ το 2019, ο μέσος μισθός ανερχόταν σε 1.046 ευρώ. Δηλαδή, ετήσιο καθαρό εισόδημα 13.784 το 2023, από 11.516 το 2019, ετήσια αύξηση 2.268 ευρώ. Και οι εκτιμήσεις λένε ότι μέσα στο τρέχον έτος, ο μέσος μισθός αναμένεται να φτάσει τα 1.300 ευρώ.
Όλα αυτά μαρτυρούν ότι τα τελευταία χρόνια γίνεται μια συντονισμένη προσπάθεια, εκ μέρους των κοινωνικών υπουργείων, να ανταποκριθούν, με τον καλύτερο δυνατό βαθμό, στις αγωνίες και τις ανάγκες των πολιτών. Ανάγκες που εκ των πραγμάτων, λόγω της ύφεσης και των µνηµονιακών πολιτικών που ακολουθήθηκαν επί δεκαετίες είχαν μεγεθυνθεί σε τέτοιο βαθμό, που οι εργαζόμενοι αδυνατούν να καλύψουν ακόμα και σήμερα τις στοιχειώδεις ανάγκες τους.
Όμως, τον Νοέμβριο του 2024, υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ και το βασικότερο όλων είναι ότι ο κίνδυνος να βρεθούν για ακόμη μια φορά οι εργαζόμενοι να διαβαίνουν σ’ ένα τεντωμένο σχοινί έχει απομακρυνθεί. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό, γιατί όταν το σχοινί αυτό χαλάρωσε, κατά τη διάρκεια των μνημονίων, οι μόνοι που έπεσαν, από τη μια στιγμή στην άλλη, στο απόλυτο κενό ήταν οι εργαζόμενοι και οι συνταξιούχοι.