Του Βασίλη Γεώργα
Στη χώρα που κατέχει το ρεκόρ ανεργίας πανευρωπαϊκά είναι πολύ εύκολο να κάνεις φτηνό λαϊκισμό με τα θέματα της εργασίας και των απολύσεων. Το δύσκολο είναι να κοιτάξεις στα μάτια την πραγματικότητα και να προσπαθήσεις να την αλλάξεις προς όφελος της κοινωνίας.
Η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση το απέδειξε περίτρανα με τον τρόπο που λίγες ημέρες πριν τις εκλογές και την καταψήφισή της από τον λαό, παρενέβη ως κυβέρνηση με πρωτοφανή τρόπο στο εργασιακό δίκαιο και μεθόδευσε την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου νομοθετώντας την περιβόητη ρύθμιση περί “αιτιολογημένης απόλυσης”, αλλά και μιας δεύτερης που καθιστούσε νομικά υπεύθυνο τον επιχειρηματία έναντι των εργαζομένων που απασχολεί ο εργολάβος ή ο υπεργολάβος στους οποίους ανατίθεται μια δουλειά.
Εμπορευόμενη αυτό που ξέρει καλύτερα, την ρητορική της δήθεν προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων, φύτεψε δύο νάρκες στο άνυδρο έδαφος της αγοράς εργασίας, νομοθετώντας στην πραγματικότητα όχι κατά των εργοδοτών και υπέρ των εργαζομένων, αλλά εναντίον των δύο πόλων που συγκρατούν σε ισορροπία την οικονομία και την επιχειρηματική ανάπτυξη.
Κάθε απόλυση -είπε- πρέπει να έχει υποχρεωτικά “βάσιμο λόγο”, επαρκή αιτιολόγηση, να αποζημιώνεται και επιπλέον να υποστηρίζεται γραπτώς στο δικαστήριο, τον ΕΦΚΑ και την ΕΡΓΑΝΗ.
Επέβαλε δηλαδή στους εργοδότες να φέρουν το βάρος της απόδειξης των αιτιών για κάθε μείωση προσωπικού, υποχρεώνοντας τους να βρεθούν απέναντι από τους υπαλλήλους ή τους πρώην συνεργάτες τους για να αποδείξουν ότι η απόλυση έγινε λ.χ είτε επειδή κρίθηκαν ανεπαρκείς είτε επειδή επέδειξαν κακή συμπεριφορά ή γιατί η επιχείρηση δεν μπορούσε να πράξει διαφορετικά για οικονομικούς λόγους.
Με μια πρώτη ανάγνωση αυτή η ρύθμιση θα μπορούσε να διαβαστεί ως μέσο προστασίας απέναντι σε καταχρηστικές απολύσεις. Μόνο που ο ασκός του Αιόλου που άνοιξε είχε τα αντίθετα αποτελέσματα.
Και αν δεν φτάναμε στη χθεσινή γενναία απόφαση της κυβέρνησης και του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση να καταργήσει τη ρύθμιση και να επαναφέρει το πλαίσιο στα πρότυπα που ισχύουν σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, η έκρηξη που θα ακολουθούσε στην αγορά εργασίας θα ήταν άνευ προηγουμένου επειδή ακριβώς στους λίγους μήνες που ίσχυσε διαπιστώθηκε πως στο τέλος της ημέρας θα κατέληγε είτε στο πάγωμα των προσλήψεων από τις επιχειρήσεις είτε στην επί τα χείρω αλλαγή των εργασιακών όρων για χιλιάδες εργαζόμενους, είτε ακόμη στην κατάργηση της αποζημίωσης απόλυσης.
Η Ελλάδα είχε ενσωματώσει στο εθνικό της δίκαιο τον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, που κυρώθηκε επί υπουργίας Κατρούγκαλου από την Βουλή το 2016. Αυτή η Χάρτα με τον βαρύγδουπο τίτλο προβλέπει ότι υπάρχουν δύο δυνατότητες απόλυσης ενός εργαζόμενου:
1. Χωρίς καμία αποζημίωση εφόσον η απόλυση είναι αιτιολογημένη από τον εργοδότη
2. Με αποζημίωση, αν η απόλυση είναι αναιτιολόγητη.
Είναι η πρακτική που ακολουθείται διεθνώς, και την οποία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μια εβδομάδα πριν τις εκλογές έσπευσε να τροποποιήσει για να εμφανιστεί ως “φιλεργατική” και να αλιεύσει ψήφους. Αυτό που έκανε είναι να επιβάλει την απόλυση του εργαζομένου μόνον εφόσον μπορεί να αποδειχθεί “βάσιμος λόγος” και σε κάθε περίπτωση με αποζημίωση.
Το σοκ για την αγορά ήταν μεγάλο καθώς χιλιάδες επιχειρήσεις βρέθηκαν σε ιδιαίτερα δυσχερή θέση. Όχι γιατί ήθελαν να απολύσουν τους εργαζόμενούς τους, αλλά γιατί οι εργοδότες παρουσιάζονταν από την κυβέρνηση ως δαίμονες που επιδιώκουν το κακό των εργαζομένων τους και επειδή θα έπρεπε από εδώ και πέρα για να καταγγείλουν μια σύμβαση εργασίας να αποδείξουν ότι δεν είναι ελέφαντες.
Προφανώς το πρόβλημα δεν είναι μόνο η απόφαση, αλλά ποιος θα την ελάμβανε. Η απάντηση στο ερώτημα θα ήταν εκ των πραγμάτων τα δικαστήρια όπου και θα κατέληγαν οι περισσότερες υποθέσεις. Εκεί θα καλούνται συνάδελφοι του απολυθέντος να καταθέσουν, ο ίδιος ο εργαζόμενος θα βρισκόταν σε δύσκολη θέση με ενδεχόμενο ακόμη και να διαπομπευτεί από τον εργοδότη του, ενώ η εκάστοτε «αιτία» της απόλυσης θα προστίθετο στο βιογραφικό του και θα τον ακολουθούσε μια ολόκληρη ζωή.
Αν μάλιστα κάποια στιγμή δικαιώνονταν ο εργαζόμενος, τότε θα όφειλε να επιστρέψει την αποζημίωση που θα είχε εισπράξει στο μεταξύ αλλά και η επιχείρηση να καταβάλλει δεδουλευμένα, μετά από 3 έως 5 χρόνια που συνήθως διαρκούν στην Ελληνική Δικαιοσύνη παρόμοιες υποθέσεις, προκαλώντας χάος. Η δε επιχείρηση θα πρέπει να αναθεωρήσει τα σχέδιά της...
Η ρύθμιση της κυρίας Αχτσιόγλου αντιμετωπίστηκε από την αγορά ως νάρκη και πιθανόν, στον λίγο καιρό που είναι σε ισχύ, να φόρτισε με αρνητικές επιπτώσεις την αγορά εργασίας, επιβάλλοντας κόφτη στις νέες προσλήψεις. Κυβερνητικά στελέχη αποδίδουν στον συνδυασμό των πολιτικών της προηγούμενης κυβέρνησης και της εφαρμογής του περιβόητου άρθρου 48 που καταργείται, το γεγονός ότι το ισοζύγιο προσλήψεων-αποχωρήσεων τον Ιούλιο του 2019, ήταν αρνητικό κατά 14.691 θέσεις.
Ακόμη και αν η παραπάνω μείωση αποδειχθεί πως οφείλεται σε συγκυριακούς παράγοντες, η κατάργηση της περιοριστικής ρύθμισης Αχτσιόγλου, αποτρέπει πλέον το ενδεχόμενο να δούμε στο μέλλον φαινόμενα μαζικής μετατροπής σχέσεων εργασίας από αορίστου σε ορισμένου χρόνου, σε συμβάσεις έργου και υπεργολαβίες ή ακόμη και σε πρακτικές μαύρης αδήλωτης εργασίας, στην προσπάθεια κάποιων επιχειρήσεων να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία.
Η κατάργηση των άρθρων 58 του ν. 4611/2019 που όριζε χρονοβόρες προθεσμίες κατά τη συμφιλιωτική διαδικασία και τη διαδικασία επίλυσης εργασιακών διαφορών (τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία για την αμφισβήτηση της απόλυσης και 6μην για την δκεκδίκηση αποζημίωσης) και του άρθρου 48 για τις υποχρεωτικά αιτιολογημένες απολύσεις που επί της ουσίας πλήττουν αντί να διασφαλίζουν τα συμφέροντα των εργαζομένων, κρίθηκε ως επιβεβλημένη πριν προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά.
Σε μια ελεύθερη οικονομία καθημερινά ανοίγουν και κλείνουν επιχειρήσεις, άλλες ευημερούν και προσλαμβάνουν και άλλες αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης και έρχονται στη δυσάρεστη θέση να μειώσουν το προσωπικό. Αυτό από μόνο του συνεπάγεται υποχρεώσεις και ευθύνες αλλά και τη δυνατότητα να αποφασίζουν με ευελιξία ακολουθώντας το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει στις περισσότερες χώρες του πλανήτη.
Όπως ορθά είχαν επισημάνει εργατολόγοι, εργοδότες και επικαλείται ως επιχείρημα το υπουργείο Εργασίας, στην Ελλάδα έχουμε από την εποχή του Ελευθέριου Βενιζέλου σύστημα προστασίας των απολυόμενων εργαζομένων βασισμένο στην αποζημίωση ως οικονομικό αντιστάθμισμα που καταβάλλεται ακόμη και αν η καταγγελία οφείλεται σε υπαιτιότητα ή παράβαση των υποχρεώσεων του απολυόμενου. Ταυτόχρονα υπάρχει νομική και δικαστική προστασία ελέγχου του λόγου της απόλυσης η οποία είναι συμβατή με τον Αναθεωρημένο Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη.
Αυτό που χρειάζεται είναι νόμοι που να τηρούνται, θεσμικό πλαίσιο που να προστατεύει τα δικαιώματα των εργαζομένων αλλά να μην προσθέτει χρονοβόρες γραφειοκρατικές και δικαστικές διαδικασίες οι οποίες αποδεδειγμένα καταστρέφουν κάθε επενδυτική προσπάθεια και δημιουργούν κλίμα εχθρότητας στις επιχειρήσεις.